30 Ιανουαρίου, 2016 στις 09:56
Καλημέρα.
>ενός Βέλγου δοσίλογου (ή δωσίλογου).
Ή δοσά!.
Και θυμήθηκα τους εμπόρους [Μερικά τόπια ύφασμα στον ώμο και καρτέλες με τα χρωστούμενα στο χέρι], που χτύπαγαν τις πόρτες και μεις, τα μιλημένα πιτσιρίκια, λέγαμε «λείπει, λείπει»
Γς said