Συνολικές προβολές σελίδας

Η λίστα ιστολογίων μου

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Κυνοσάργους





Α
Γς είπε

117:
Καλό το χωρατό σου. Θυμήθηκα κάτι δικό μου ψιλοάσχετο, αλλά το είχα ευχαριστηθεί:
Μπαίνω (νεότερος – 30 χρόνια) στο λεωφορείο Τρεις Γέφυρες-Κυνοσάργους.


-Δεινοσαύρους;
-Κυνοσάργους!
Τους κοιτάζω σαστισμένος τάχα μου.
-Δεινοσαύρους;
-Ναι, ναι Δεινοσαύρους!
Και κάθισα σοβαρός σοβαρός στη θέση μου.



Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Ο ήρωας τους


Γς είπε
90 @ Νέο Kid Στο Block said
> Ω ρε μάνα μου! Ρίξε και καμιά λουκανικούμπα στη θράκα!!

Λουκανικούμπες στη θράκα κι απέναντι η Ελένη. Ετσι έλεγαν  την Μακρόνησο οι ΑΗΠ. Και πάντα έτοιμος ο Γιάννης ο κουμπάρος μας με τα κιάλια του και τη βιντεοκάμερα. Περιμένει το πρώτο τούρκικο πολεμικό που θα περάσει ανάμεσα Λαύριο Μακρόνησο για Ραφήνα μεριά.
–Ε, που θα πάει; κάθε τόσο έρχονται μέχρι το Κάβο Ντόρο.
Λουκανικούμπες και άλλα τέτοια τα βραδάκια με τα κουμπαράκια μας, στο εξοχικό τους. Καμιά φορά έρχονται κι η Μαρία με το Χάρη που φέρνει ένα κρασί(!), άλλο πράγμα ο μπαγάσας. Είναι καινούριοι φίλοι μας. Και εγώ ο ήρωας τους.
Ναι είμαι ο ήρωας τους!
Και η ηρωική μου πράξη; 
Απλώς κοιμήθηκα αντί να τρέχω να φάμε να πιούμε και να κοιμηθούμε στα κουμπάρια μας που μας είχαν καλέσει μια που γιόρταζαν την επέτειο του γάμου τους.
Ψιλο-τα-πήρανε που τους χαλάσαμε τη βεγγέρα και πήγαν κει δίπλα σε μια ταβέρνα στο Λαύριο.
Κι αντί να πάνε από το δρόμο του θεού κόψανε μέσα από ένα κατσικόδρομο. Και εκεί μέσα στους θάμνους διακρίνει η Ελένη μια πεταμένη μοτοσυκλέτα.
-Γιάννη σταμάτα, πάμε να δούμε.
-Ελα μωρέ κλεμμένη θα ήταν και την παρατήσανε.
-Όχι σε παρακαλώ..
-Κι ήταν πιο μέσα ο Δημήτρης ο γιος της Μαρίας και του Χάρη βαριά τραυματισμένος, στην παγωνιά και το μαύρο σκοτάδι. Τον είχε χτυπήσει και εγκαταλείψει ένα τζιπ.
Είχε χάσει πολύ αίμα και μπορεί να μην την έβγαζε μέχρι το πρωί, είπαν. 

Τώρα όμως είναι μια χαρά. Τον έκαναν μαγκιόρο στο ΚΑΤ.

Ετσι γίνανε φίλοι μας ο Χάρης κι η Μαρία και εγώ ο ήρωας τους!

Η καλντέρα



Θα ανεβαίναμε λέει στην Καλντέρα της Σαντορίνης. Ηταν ένα τεράστιο μανιτάρι. Στην αρχή ήταν το δρομάκι με τα γαϊδουράκια, όπως στην πραγματικότητα.
Μετά όμως για να πάμε στην καλντέρα, ή καλύτερα στο χείλος της καλντέρας έπρεπε να περπατήσουμε πάνω σε μια μεγάλη στενή πέτρινη γέφυρα πολύ ψηλά από το έδαφος. Περπατούσαμε και προσπαθούσα να κάνω αστειάκια για να αντέξουμε τον πανικό που μας είχε καταλάβει.


Τους έλεγα π.χ. τι ωραία που θα ήταν τούτη τι στιγμή να γίνει ένας σεισμούλης και να αρχίσει να κουνιέται η γέφυρα και τέτοια. Και κάποτε φτάσαμε. Και έπρεπε ένας ένας να μαγκωθεί έρποντας στα βράχια της καλντέρας. Με μεγάλη προσοχή γιατί γλιστρούσαν.
Αριστερά ήταν ο γκρεμός προς τη θάλασσα και δεξιά ο γκρεμός του ηφαίστειου. Δυο τρεις είχαν ήδη ανέβει στο πέτρινο αυτό δαχτυλίδι της καλντέρας τρέμοντας γραπωμένοι στα βράχια . Ακουσα μια να φωνάζει στο δικό της που ακόμα ήταν στη γέφυρα να μη ξεχάσει να του κάνει μια πίπα όταν με το καλό βρεθούν πάλι κάτω.
Έβαλα τα δυνατά μου, με έσπρωξε η κυρά, με τράβηξαν κι οι από-πάνω και να ‘μαι κι εγώ καβάλα στην καλντέρα.
Κι άρχισα να τρέμω περισσότερο σκεπτόμενος την επιστροφή. Με έπιασε και εκείνο το αίσθημα της ύψοφοβίας που δεν με αφήνει ούτε σε καρέκλα να ανέβω για να αλλάξω λάμπα. Λάμπα; Ναι είδα και ένα προκαταρτικό όνειρο που έσκασε μια λάμπα και είχα βάλει λέει το αριστερό μου μάτι κάτω από τη βρύση για να ξεπλυθεί ο υδράργυρος.

Στην καλντέρα λοιπόν απάνω και πως θα ξανακατέβω. Ε, σιγά μην κώλωνα: Προτίμησα να ξυπνήσω. Από τον τρόμο βέβαια του εφιάλτη.

Εφιάλτης







Sun, Jan 20, 2008 at 6:04 AM

Καλημέρα Κώστα.

 Προσπαθώ εδω και μια ώρα να συνέρθω από ένα φοβερό εφιάλτη-όνειρο. Ακόμα είναι ζωντανό μέσα μου, σε σημείο που δεν τολμώ να κοιτάξω έξω στο μπαλκόνι. Εχω την εντύπωση ότι θα δω αυτό που έβλεπα τώρα το πρωί στον ύπνο μου. Τρέμω και να το περιγράψω. Αλλά ας το πω, τουλάχιστον να το θυμάμαι εγώ, μιας και σίγουρα θα το ξεχάσω μέσα στην ημέρα, όπως συμβαίνει με τέτοιου είδους όνειρα.

Ηταν λέει, ή μάλλον ήμουν σε κάποιο 'σημείο' (ανατριχιάζω) που εφάπτοντο 4 υδρόγειοι!!! Με την 'διπλανή' ήταν τόσο κοντά που μπορούσες άνετα να λοξοδρομήσεις στο δρόμο και να μπεις στην ¬στον 'διπλανό' δρόμο. Μεσολαβούσαν μόνο μερικά εκατοστά. Το είδα μπροστά μου να γίνεται με έναν ποδηλάτη στον παράλιο (και στις δύο 'εφαπτόμενες' υδρογείους'. Ομως 'απέναντι' ακριβώς ήταν οι δύο άλλοι υδρόγειοι που ένοιωθα (αλλά δεν έβλεπα- ίσως γιατί δεν ήθελα) που γινόταν το ίδιο και σίγουρα ήταν ένα σημείο επαφής των τεσσάρων αυτών υδρογείων – σε έναν υπερχώρο που δεν μου επέτρεπε να  δω ξεκάθαρα το άλλο ζευγάρι της τετράδας. Θυμάμαι ακόμα ότι ήταν κάπου στην Λατινική Αμερική θαρρώ. Ηταν σαν να ζούσα εκεί (μιλούσαμε λέει ισπανικά). Ειλικρινά σου λέω δεν τολμώ να πάω στο μπαλκόνι και να δω τον έναστρο ουρανό, σκοτάδι είναι ακόμη νομίζω έξω. Φοβάμαι ότι θα δω το 'στενό' όπως το έλεγα στο όνειρό μου με την απέναντι στεριά και το συμμετρικό ζευγάρι πανω μου που δεν το έβλεπα αλλά ένιωθα.

Τόσο έντονα είχα νιώσει όταν ήμουν 14-15 χρονών, που ρώταγα ένα  πρωί την μάνα μου, πολύ επίμονα, ποιος ήταν ο Στέφανος, αν είχαμε στο σόι μας κάποιο Στέφανο. Δεν ήξερε τίποτα. Μετά όμως από κάνα δυο  βδομάδες ήρθε στο σπίτι μας ο πρώτος ξάδελφος μου και μας είπε ότι για πολλές ώρες ήταν στο χειρουργείο με καρκινικούς όγκους ο άγνωστος μου (δεύτερος σίγουρα) θείος Στέφανος. Ποτέ δεν έμαθα ούτε θέλησα να μάθω ποιος ήταν. Πάντως μου είχε κάνει εντύπωση την ίδια ακριβώς μέρα-νύχτα που είχα αυτόν τον τρομερό εφιάλτη (που μόνο το όνομα συγκράτησα) να έχει συμβεί αυτή η επέμβαση. Το άλλο περίεργο είναι ότι η μισή (δεύτερη και πολυπληθείς οικογένεια του ξαδέλφου μου – από τον αδελφό της μάνας μου) ζεί από το τέλος του Β παγκ. πολέμου στην Λατινική Αμερική (Βενεζουέλα).
Θυμάμαι ότι για μέρες μου είχε μείνει εκείνη η τρομάρα πριν από 50 περίπου χρόνια.  Τώρα πάλι έχω τρομοκρατηθεί πολύ έντονα σε σημείο που νομίζω ότι πίσω από την μπαλκονόπορτα δεν είναι ο ουρανός και η θάλασσα της Ραφήνας αλλά το τετραπλό στενό, φάτσα δίπλα κι απέναντι, μερικά μέτρα, εκατοστά .   Σε καλό μου!

Η Ειρήνη δεν γύρισε. Είναι μάλλον στην κουμπάρα μας στην Ηλιούπολη (τους θυμάσαι) Ανταλλάξαμε μηνύματα και τηλέφωνα χτες το βράδυ. Κάνουν ότι δεν ξέρουν τίποτα. Πρέπει να ξεπεράσω τα προβλήματα μου. Ηρθε και η Αννα χτες το βράδυ και φάγαμε στην παραλία. Κι αυτή ανησυχεί για όλη την κατάσταση. Θα προσπαθήσω να το ρίξω στο Business as usual μόλις με εγκαταλείψει ο  περίεργος φόβος του 4πλού στενού.....

Ευχαριστώ που με διάβασες (αν έγινε)

Ιατρικες εξετάσεις


Μόλις ξύπνησα και να το κουφό όνειρο που έβλεπα:

Είχα πάει λέει σε κάποιο νοσοκομείο πολύ νωρίς το πρωί για κάτι εξετάσεις. 
Τόσο νωρίς που πρόλαβα μαζί με ένα μανουλομάνουλο να κάνουμε εκεί στα σβέλτα αυτά που συμβαίνουν στις  πρωινές ονειρώξεις.  

Στη συνέχεια άρχισε να έρχεται κόσμος στην  κλινική και όλα έδειχναν ότι ο Κίτσος ο λεβέντης που στάθηκε στο ύψος του θα ξυπνούσε κανονικά για να επιτελέσει τα υπόλοιπα καθήκοντά του (εκκένωση ουροδόχου κύστεως, εννοώ και ουδέν άλλο, πονηροί). 

Αμ δε όμως! Αρχισαν όλοι, λέει, να σχολιάζουν το νέο: 

Η όμορφη (η δικιά μου) βρέθηκε οροθετική! 

Γμτ τον εφιάλτη μου...

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Surrealismo erótico



Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές και τα δικέφαλα πέη του Πλεύρη…

Ηταν το 1972 σε μια σχολή ηλεκτρολόγων (Ηφαιστος), που τους έκανα Μαθηματικά και Ηλεκτρολογία.
Βλέπω στα πίσω θρανία ένα μαθητή να μην προσέχει.
Ηταν σκυμμένος και έγραφε κάτι. Τον παρακολουθούσα και κάποια στιγμή πηγαίνω κοντά του (με τρόπο, χωρίς να δείξω ότι τον παρατηρούσα).
Ζωγράφιζε.
Συνέχισα να  μιλάω για το μάθημα και με τρόπο του αρπάζω  το χαρτί που σκιτσάριζε.
Το βλέπω και μένω άναυδος.
Είχε φτιάξει ένα ζευγάρι που συνουσιαζόταν!

Εντάξει και μείς τα ίδια κάναμε, αλλά τούτος ρε παιδί μου παραήταν σουρεαλιστής.
Ο άνδρας είχε δύο (2) πέη και η γυναίκα δύο (2) αιδοία!

Η συνουσία μάλιστα θύμιζε εφαρμογή ηλεκτρικού φις στη πρίζα.
Η τάξη βλέποντας την έκπληξή μου περίμενε ότι θα αρχίσω τις κατσάδες.
Τους απογοήτευσα όμως και  ήρεμα του είπα:

-Κάτι λύπει εδώ
-…
-Η γείωση

Και του επέστρεψα το σκίτσο σαν να μην συνέβαινε τίποτε.
Δεν αποκλείεται μετά την παρατήρηση μου το ζεύγος να απέκτησε άλλο ένα πέος και αιδοίο.


Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Φέτα σε φα ελάσσονα




Γς είπε

266:
>την
Hellas on line
πριν τη δω γραμμένη την είχα φανταστεί ελάσσων λάιν!

Κι εγώ προχθές στο σουπερ μάρκετ:

-Και μισό κιλό φέτα.
-Τι φέτα; [διαβάζει] 
Ηπείρου, Καλαβρύτων, Ελάσσονας;
-Ελάσσονας; Μείζονας έχετε;


Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Γυφτιά


Εκανε ένα κωλόκρυο που με έκανε να μπω μέσα στο τσαντίρι τους.
-Τι έγινε ρε μάγκες; Πως τα περνάμε;
Πάντα είχα μια ιδιαίτερη ικανότητα επικοινωνίας μαζί τους

[Παρένθεση.
Μια άλλη ιστορία μέσα σ αυτή την ιστορία.
’70. Ηταν ο Θανάσης ο γύφτος απ την Αγια Βαρβάρα που ερχόταν στη σχολή και μας πούλαγε κάνα  ρολόι  και τέτοια. Ωραίος τύπος. Είχα γίνει και κολλητός του. Τόσο που αν ένας συνάδελφος ήθελε να αγοράσει κάτι με φώναζε για να πετύχω καμιά καλύτερη τιμή.
Και μια φορά που ήμασταν όλοι μαζεμένοι μου λέει κάποιος:
-Μην το παίρνεις απάνω σου. Για τη γλώσσα σε φωνάζουνε!

Και είχε σοβαρά προβλήματα υγείας ο Θανάσης και πέθανε.
Και στη θέση του ήρθαν δυο άλλοι.  Κι απάνω που λέγαμε για τον μακαρίτη πετάγεται ο ένας απ τους δυο και μου λέει μπροστά σ όλους τους συναδέλφους:
-Και σ αγαπούσε κύριε Γιάννη. Πάντα μας έλεγε “Παιδιά εκεί στη σχολή έχουμε έναν αδελφό”
Και πολύ ευχαριστήθηκε που με ανέβασε στα μάτια των υπολοίπων που έκαναν τρελές χαρούλες.
Τέλος της υποϊστορίας.
Κλείνει η παρένθεση]  

Κι έχω μπει λοιπόν στο τσαντίρι τους, Λιόσα μεριά.
Μόλις είχα βγει από το αυθαίρετο “εξοχικό” μιας φαντασμένης που μας είχε καλέσει για τα γενέθλια του κανακάρη της.
Απίστευτη κατάσταση. Παιδιά, Κατίνες, Μήτσοι, βερμούτ, πάστες μιλφέιγ,  πικάπ με κομπαρσίτες, καρακιτσαριό, μπόχα!

Τουλάχιστον εκεί στο τσαντίρι η γυφτιά δεν ήταν δήθεν. Ηταν γνήσια.
Και πλάκωσαν σιγά σιγά τα γυφτάκια.
-Θείο, δώσε μου μια δραχμούλα.
Και μου ήρθε μια φλασιά. Θα σας δείξω εγώ τώρα. Πάρτι γενεθλίων έ;
-Θέλετε να φάτε καμιά πάστα;
-Αμέεεε
Και τους βάζω στη σειρά ένα, δύο, ένα, δυό, στο απέναντι “εξοχικό”.
-Περιμένετε εδώ. Όταν σας πω θα μπουκάρετε.
Παίρνω δύο γυφτάκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι και μπαίνω μέσα.

-Να ζήσεις Κωστάκη και χρόνια πολλά. Όπως τα είχα δασκαλέψει.
Τα χάσανε οι μη γύφτοι. Τι να κάνουνε τους βάλανε παστούλα και με αγριοκοίταζαν, τόσο άγρια που την έκανα με ελαφριά πηδηματάκια προς τα έξω που περίμενε το ξυπόλητο τάγμα.
-Μέσα! Μπουκάρετε!
Οπερ και εγένετο. Χαμός!
Μπήκα στ αμάξι μου και έφυγα.

Ιν_Η αποστολή εξετελέσθη_μουντ 

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Ο παπάς, ο χωροφύλακας, ο δάσκαλος


Γς είπε

78:
Με τη Μακεδονία που λες, πρωί πρωί η κυρά μου η θεούσα που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι με τα εγκαύματα που έχει υποστεί με το ατύχημα που είχε, με επιφόρτισε να πάω στο φούρνο να πάρω το πρόσφορο – ψυχοσάββατο σήμερα – που είχαμε παραγγείλει εχτές.
Κει λοιπόν περιμένοντας να τα βγάλει ο φούρναρης έκανα πλάκα σε έναν ότι θα περάσει πάνω από το πτώμα μου για να εξυπηρετηθεί πριν από μένα! Τελικά κατάλαβε ότι κάνω πλάκα και μιλήσαμε από πού είναι και τέτοια.
15 χρόνια μου έριχνε ο μπαγάσας. Κι ήταν απ τις Σέρρες και θυμήθηκε τους βούλγαρους στην κατοχή.
Βούλγαρος ο παππάς, Βούλγαρος ο χωροφύλακας, βούλγαρος ο δάσκαλος.
-Στα Βουλγάρικα τα μαθήματα. Μας είχαν αλλάξει και τα ονόματα. Κι η μανούλα μου πέθανε από τον υποκόπανο ενός Βούλγαρου στρατιώτη που τη χτύπησε επειδή μάζευε τα υπολείμματα από το θερισμό…


Μετά ήρθαν όλα τα υπόλοιπα Abecedar.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Παγκράτι


Γς   είπε
Παγκράτι. Αλλά όχι όποιο κι όποιο. Αυτό το συγκεκριμένο. Το ξέρω.
Οχι όμως και το 1972 που πήγαινα κάθε Σάββατο στη Λαμία και πέταγα 10 ώρες μάθημα, πρωί απόγευμα σε μια Ανωτέρα Σχολή Ηλεκτρονικών (πρόγονο των ΚΑΤΕ, ΤΕΙ).
Είχα μια κουβέντα με ένα συνάδελφο εκεί που έκρινε ότι πρέπει να ταλαιπωρούμαι με το πήγαινε-έλα Αθήνα-Λαμία. Τον ρώτησα που μένει.
 –Στο Παγκράτι.
 –Και κάθε πότε έρχεστε στη Λαμία
 –Κάθε μέρα, το πρωί. Πάω στο σπίτι το μεσημέρι, Παίρνω κανα υπνάκο και ξανάρχομαι το απόγευμα.
 –Στο Παγκράτι;
 -Ναι.
Τρελάθηκα. Για πολλά Σάββατα τον έβλεπα και άλλαζα διαδρόμους, σκάλες, αίθουσες.
Μέχρι που ένα μεσημέρι πηγαίνοντας στη Πλατεία Λαού για κάνα κοντοσούβλι πέφτω πάνω σε ένα αστικό λεωφορείο: Λαμία-Παγκράτι.
Παγκράτι. Πέντε λεπτά απ το κέντρο της Λαμίας


Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Γουναράδικα


Γουναράδικα
Κάποτε η Μητροπόλεως ήταν γεμάτη από τέτοια.
Οι παλιοί θα θυμούνται. Μιλάω για την δεκαετία του ’60.
Η Μαρία ήταν η αρχιτεχνίτισσα στο μεγαλύτερο από αυτά.
Χρυσοχέρα, αλλά άτυχη. Πολύ άτυχη.
Ηταν ο Θανάσης. Μαθηματικός, πανεπιστημιακός που έτυχε να πάει με τον καθηγητή του σε ένα συνέδριο στο Μαρόκο. Και πήρε και την Μαρία μαζί του. Κι αυτή θαμπώθηκε. Δεν τον ήξερε καλά και ούτε τον έμαθε ποτέ γιατί όπως ξαφνικά παρουσιάστηκε έτσι  και εξαφανίστηκε.
Και δεν σταμάταγε να λέει για το ταξίδι για τα αεροδρόμια για το Μαρόκο για το συνέδριο και …τον Θανάση.
Την συμπονούσαμε και όλοι ευχαριστηθήκαμε όταν παρουσιάστηκε ο άλλος. Καλό παιδί, δουλευταράς και τίμιος. Την ζήτησε και έφερε και τους γονείς του. Κι ορίστηκε ο γάμος.
Η Μαρία έλαμπε. Μας έδειχνε το νυφικό της, το καλύτερο των κυριλέ ραφτάδικων της Μητροπόλεως. Και τα κουφέτα οι μπομπονιέρες, εγώ τις είχα κλείσει σε μια φίλη μου, καταπληκτικές.
Και πήγαμε όλοι στο γάμο της. Γεμάτη η εκκλησία. Κι ο γαμπρός κούκλος. Τον ζηλεύαμε όλοι όπως περίμενε τη νύφη στο κεφαλόσκαλο της εκκλησίας. Και περίμενε, περίμενε, περίμενε.
Πριν μια ώρα είχε πάρει τηλέφωνο η Μαρία τον Θανάση ότι παντρεύεται. Κι αυτός της είπε τα τρελά του.
Και τα χρόνια πέρασαν. Κι ο Θανάσης δεν εμφανίστηκε. Κι η Μαρία αρρώστησε και πέθανε. Με το όνομά του.

Και δεν την ξαναείδαν τα γουναράδικα της Μητροπόλεως.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Santa Lucia






♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫

Napoli? Gli occhi, gli occhi!
Λιόκι, λιόκι μας έλεγαν. Να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα δηλαδή.

Και πήγαμε. Λίγο μετά το Σαλέρνο πετάχτηκαν από το πουθενά οι καραμπινιέροι με τα κουμπούρια τους. Δεν καταλάβαιναν Χριστό.  Ανοιξαν καπώ, πορτ μπαγκάζ, έψαξαν τα πάντα. Και μας άφησαν, όπως είχαν έρθει, να συμμαζεύουμε τα πράγματά μας στις βαλίτσες. Ελεγχοι ρουτίνας για τη Μαφία και τέτοια.

Και να ο Βεζούβιος δεξιά μας με τον κρατήρα του (που έχει μέσα έναν άλλον μικρότερο. Τον είχα δει κάποτε από το αεροπλάνο).
Νάπολη σου ερχόμαστε! Και με έπιασε το καλλιτεχνικό μου:

Ο ντόλτσε Νάπολι, ο σουόλ μπεάτο
όβε σορίντερε, βόλε ιλ κρεάτo

Είχα πιάσει τη Σάντα Λουτσία και της έδινα να καταλάβει.
Φτιαγμένος ρε παιδάκι μου!

Και φτάνω στο τέλος όπου τα έδωσα (θα τα έδινα!) όλα.

βενίτε αλ άτζιλε
μπαρτσέτα μία 
Σάντα Λουτσία,

Και παίρνω αναπνοή για το φινάλε:


Σάντα Λουτσία!

Δεν το είπα εγώ. Το είπε αυτή
Και μάλιστα καθόλου φιναλικά. Καθόλου μελωδικά.  Ετσι ξερά.

Σάντα Λουτσία.

Κι έμεινα σαν τον Σπίντυ Γκονζάλες που έχει ξεφύγει στη στροφή και μένει ακίνητος στο κενό πάνω από το βάραθρο

♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫♫




Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Η αγάπη μακροθυμεί



Ετυχε να είμαι στο Ηράκλειο για ένα συνέδριο στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας όταν ένας μεταπτυχιακός φοιτητής ο Γ. Πετροδασκαλάκης μπούκαρε μέσα σε μια αίθουσα του Παεπιστημίου και με μια καραμπίνα ξάπλωσε στον τόπο τους καθηγητές Βασίλη Ξανθόπουλο και Στέφανο Πνευματικό.
Χαμός!
Ο φονιάς απειλούσε ότι θα καθαρίσει και τους υπολοίπους του τμήματος.
Για να μπούμε στο Πανεπιστήμιο περνούσαμε από κόσκινο.
Τέλος πάντων. Ένα μεσημέρι κείνες τις μέρες έπιασα την κουβέντα με μια κρητικιά στη παραλία που την είχα ρωτήσει για κάτι.
-Καλά δεν το ξέρεις;
-Όχι
-Δεν είσαι απ εδώ;
Όχι και τα λοιπά και τι κάνεις εδώ και είμαι για ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο και
-Α, εκεί που καθάρισε ο φοιτητής τους δύο καθηγητές
-Ναι αλλά εσείς εδώ  λέτε ότι καλά τους έκανε;
-Α, να το συζητήσουμε.
-Να το συζητήσουμε.
-Εδώ; Πάμε κάπου.
Και τράβηξα για το Ξενία δίπλα που έμενα.
Πριν καθίσουμε κάτω στο μπαρ είπα να αφήσω τα πράγματά μου στο δωμάτιό μου. Από κοντά αυτή στο ασανσέρ. Μπήκε και στο δωμάτιό, στρογγυλοκάθισε και στον καναπέ.
-Στο Πανεπιστήμιο ε; Σήμερα διορίστηκε κι ο αδελφός μου εκεί.
Και θυμήθηκα αμέσως ότι ο φίλος μου ο (ονόματα δεν λέω) μου είχε δείξει έναν τύπο στο μικροσκόπιο στο εργαστήριό του και μου είχε πει ότι είναι βιολόγος (λέμε τώρα) που διορίστηκε εκείνη την ημέρα.
Και σαν μαλάκας της απαντάω:
-Α, ναι ξέρω. Ένα παιδί με χοντρά γυαλιά και αλογοουρίτσα.
Πάγωσε.
-Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. 
-Παρντόν;
-Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται
-Τι λες μωρή;
Είχε σηκωθεί πήγε στη πόρτα. Πήγαμε στο ασανσέρ και κατεβήκαμε. Ελεγε ακόμα διάφορα από τις Πράξεις των Αποστόλων όταν μούντζωσα τον εαυτό μου


Η "τέτοια" του τρόλεϊ


Βου-ετής Φοιτητής ο Γς και κείνο τον καιρό ζούσε με μια τύπισσα στο Κουκάκι. Εκείνη η ελληνοκαναδέζα με τις ελληνικούρες της.
Και μια μέρα της λέω:
-Κανόνισε βρες μια φίλη σου για τα απόγευμα. Ηρθε ο φίλος μου ο Χρήστος.
Είχα να τον δω δυο χρόνια. Ματσό ο μπαμπάς του, τον είχε στείλει για σπουδές στην Αγγλία, πράγμα σπάνιο τότε.
-Οκ. Πού να σε περιμένω; Σύνταγμα. Παπασπύρου.
Πήγα νωρίτερα και ήπια και μια μπυρίτσα. Φτιάχτηκα.
Πήραμε το τρόλεϊ για Κουκάκι και του έκανα ένα σύντομο μπρίφιν.
-Μένω με μια “τέτοια” και κανόνισα να φέρει μια φίλη της “τέτοια”. Αυτές θα θέλουν να βγούμε αλλά το σπίτι είναι μεγάλο. Θα κάνουμε κατάσταση και “τέτοια”.
Οπου “τέτοια“ ελέχθησαν χυδαίες λέξεις. Τόσο χυδαίες που πειράχτηκε η μπροστινή μας και γύρισε και μας κοίταξε περίεργα.
-Και θα κάτσουμε σπίτι; Και θα … Αφου δεν την ξέρω.
-Ελα μωρέ. Δεν ξέρω ποια έχει φωνάξει, αλλά καμιά “τέτοια” θα είναι κι αυτή.
Πάλι η μπροστινή αγφανάκτησε με τους χαρακτηρισμούς. Τόσο πολύ που σηκώθηκε από το κάθισμα της και πήγε στη πόρτα να κατέβει. Ηταν και η στάση μας. Μέχρι να σταματήσει το τρόλεϊ, φτιαγμένος όπως ήμουν με τις μπύρες της ψιθύρισα μερικά φωνήεντα στ αυτάκι της πριν κατεβούμε.
Μια και δυο πάμε στο σπίτι.  Συστάσεις χαρούλες, ταρτάρισμα, μέχρι να έρθει η φίλη της.
Και χτυπάει το κουδούνι και πάει η δικιά μου και την φέρνει μέσα.
-Να σου συστήσω από δώ τον Κάκτο.
-Εχουμε συστηθεί!
Ναι! Ηταν η άλλη, η άλλη “τέτοια” του τρόλεϊ!
Την βούτηξα και την πήγα σε ένα δωμάτιο.
Επεσα στα πόδια της.
-Σε παρακαλώ μη πεις τίποτε γι αυτά που έλεγα…
Εβαλε τα γέλια. Κλπ κλπ.
Και φυσικά μετά από αυτή τη γκάφα το ισχνό φοιτητικό μου κομπόδεμα πλήρωσε τα σπασμένα σε κυριλέ εστιατόριο, κατά τα ειωθότα της εποχής.
Και να δεις που έδωσα και τρία ακόμη κατοστάρικα (του 1963) για ταξί στο Χρήστο για να πάει τη γκόμενα σπίτι του να βγάλουν τα μάτια τους.

Κι αυτός όπως μου είπε η δικιά μου, διάβαζε ποιήματα μέχρι το πρωί στη φιλενάδα της.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Πλιάτσικο


Γς είπε
Είπαμε “λάφυρο”, “προϊόν απαλλοτρίωσης” και “πλιάτσικο” και πήγε ο νους μου σε δυό τέτοιες περιπτώσεις.
Την πρώτη την διηγούταν η μάνα μου. Ηταν στην απελευθέρωση. Δλδ 5-6 χρόνια πρίν.
Είχαν πάει (τους είχαν πάει;) σ
 αυτό tο σπίτι.
Ελεγε λοιπόν ότι έμπαινε ο κόσμος μέσα και έπαιρνε ότι του άρεσε.
-Ντράπηκα, αλλά για να μη το δείξω πήρα μια γλαστρούλα με βασιλικό. Την άφησα δυο στενά πιο κάτω.
Ηταν ένα είδος ‘λαϊκής δήμευσης’ όπως το έλεγε. Δεν ξέρω ποιοι το έκαναν. Αλλά σ’ αυτές τις γειτονιές έγιναν αργότερα μάχες από τους άγγλους για να ‘καταλειφθούν’. Οποιον έπιαναν τον έστελναν στο Φάληρο στα πλοία για τα στρατόπεδα της Ελ Τάμπα στην Αίγυπτο.
Ο πατέρας μου κι ο μπάρμπας μου την είχαν κάνει από βραδύς. Είχαν πάει στο κέντρο της Αθήνας αλλά μέσω αεροδρομίου, Ποσειδώνος, Συγγρού. Τις μόνες αρτηρίες που ήλεγχαν οι στρατιώτες του Σκόμπι ‘εις τας υπό κατοχήν Αθήνας’. Αντί για τρεισήμισι χιλιόμετρα περπάτησαν
 περίπου δεκαπλάσια απόσταση.
Το δεύτερο πλιάτσικο το είδα με τα μάτια μου to 1950 εδώ. Ηταν μια πολύ μικρή παραγκούλα σ ένα πολύ μικρό παρκάκι τότε, που έμενε μια κοπέλα. Κάθε Πέμπτη γινόταν εκεί Λαϊκή Αγορά.
Όμως εκείνη την Πέμπτη ήρθαν τα πάνω κάτω. Δεν ξέρω τι τους έπιασε και λεηλάτησαν το βιος της άτυχης κοπέλας. Είχε γεμίσει ο χώρος από ρούχα, κλωστές, κουμπιά, ψαλιδάκια, φλιτζανάκια.
Γιατί το έκαναν;



Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Το λάθος της φύσης


Γς είπε


59, 62:
Γατιά απ τη μια, σκυλιά απ την άλλη και ούτε λέξη για πουλιά. Για πουλιά που πετάνε, καλέ!
Για περιστέρια. Πότε θα μιλήσω για τον αλήτη, τον κλέφτη, το λαμόγιο, το λάθος της φύσης. Για τον περίστερο, ίσως και περιστέρα, λέω που λυμαίνεται το Γς-Περιστερομαιευτήριο.

Εχουμε γεμίσει περιστέρες κλώσες. Στην αρχή ήταν μόνο μία. Την λυπήθηκα και της άλλαζα κάθε μέρα νεράκι και της έβαζα σποράκια και τέτοια.
Και μου το ‘λεγε η κυρά “Να δεις που θα διαδοθεί ότι εδώ τα προσέχουμε, κι ότι  έχουμε καλό σιτηρέσιο”.
Κι έτσι κι έγινε. Δεν εξηγείται αλλιώς τέτοια συρροή περιστερομάνων.
Κλωσούνε τα αυγά. Εκκολάπτονται τα πιτσουνάκια. Πάνε και τους βρίσκουν τροφή. Τα ταΐζουν και τελικά κάποια μέρα εξαφανίζονται.

Δεν θυμάμαι ποιας γέννας ήταν αυτό το περιστέρι, το λάθος της φύσης.  Δεν έφυγε.  Εκατσε και έκανε παρέα στις περιστέρες που κλωσούσαν.
Ακουγα τις φωνές των νεοσσών και της μάνας τους όταν τα τάιζε, χαμός. Όταν όμως πήγα κοντά είδα ότι τη μεγαλύτερη φασαρία την έκανε αυτός ο αλήτης. Ηθελε να ταϊστεί πρώτος!
Αυτό το κάνει συνέχεια κοτζάμ περίστερος τώρα πια.

Δεν ξέρω τι να κάνω με δαύτον. Μου έρχεται να τον βουτήξω και να τον καρυδώσω έτσι που έρχεται κοντά μου, όταν ασχολούμαι με τα φυτά μου. Εχει γίνει πια κατοικίδιο.

Τι να τον κάνω; 

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Η Πόπη


Όχι δεν είναι η Πόπη της φωτογραφίας. Αυτή γεννήθηκε τη νύχτα που ξεκίνησαν τα τάνκς του Πατακού για να μας σώσουν. Ηταν δεν ήταν ενός έτους. Μόλις μάθαινε να μπουσουλάει, να μιλάει και ίσως να μην κάνει το πιπί της πάνω της.

Πάντως και η Πόπη που σας λέω ήταν θεοκόμματος.

Την είδα μες στο λεωφορείο και τρελάθηκα.  Σηκώθηκε να κατέβει στη στάση της και σε μηδέν χρόνο τα οπτικά σινιάλα των ματιών μας με διάταξαν ότι είμαι σε διατεταγμένη υπηρεσία και έπρεπε να κατέβω κι εγώ.
Μόνο που φοβόταν. Φοβόταν πολύ τη μάνα της. Ετρεμε  κοτζάμ γυναίκα, μην μας δει κανείς και της το πει.  Γι αυτό συναντιόμασταν τηρώντας όλους τους κανόνες προφύλαξης (αεροπορία βάλλεστε!)   σε ένα κοντινό πάρκο-δασάκι τα βράδια που ήμουν ελεύθερος από την αεροπορία που υπηρετούσα.

Και ήρθε η ημέρα που έλεγε το τραγούδι ότι θα έρθει (λε ζουρ ου λα πλυί βιαντρά) κι ήταν βροχή δυνατή και δεν κρατιόταν, (ελ, ε μουά οσί) και με πήγε σπίτι της. Με χίλιες προφυλάξεις, στη μονοκατοικία που έμενε με τη μάνα της. 

Ετρεμε απ το φόβο της. Εγώ γελούσα. Ε ρε πλάκα που θα είχε να ξυπνούσε η μάνα της.
Ακουσα μάλιστα και το ροχαλητό της από ένα δωμάτιο όταν περνούσαμε από το χωλ πηγαίνοντας στο πλησταριό της αυλής. 
Για καλό και για κακό γύρισα στο οφ τον γενικό διακόπτη και ξεβίδωσα ελαφρώς και την γενική ασφάλεια στον ηλεκτρικό πίνακα. Ετσι θα είχα όλη την άνεση να ντυθώ και να φύγω σαν κύριος σε περίπτωση που ξυπνούσε η μάνα της και σακουλευόταν  την δουλειά.

Και μου δίνει κάποτε το τηλέφωνο μιας φίλης της που θα ήταν εκεί για να την ειδοποιήσω αν θα έβγαινα εκείνο το απόγευμα απ το Τατόϊ.
Και πήρα. Και το σήκωσε η μάνα της φίλης της. Και ζήτησα την δεσποινίδα Πόπη. Και μου είπε “την κυρία Πόπη”.  
Και ήρθε η Πόπη και της είπα:
-Γιατί ρε συ, σε λέει αυτή "κυρία”;
-Θα σου εξηγήσω.

Δεν μου εξήγησε. Πρόλαβα κι έμαθα. 
Η μάνα της ήταν ο άντρας της!
Και ήταν και χασάπης, ένας γεροδεμένος χασάπης (αλήθεια λέω). Και δεν τα άντεχε τα κέρατα κι από καιρό ήθελε να πάρει διαζύγιο από την κατά συρροή μοιχαλίδα.

Και το διαζύγιο τότε για τέτοιες περιπτώσεις έβγαινε μόνο με ένα τρόπο. Ηταν η εποχή που η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα.  Στο άρθρο 286 του Ποινικού Κώδικα προβλεπόταν ποινή ενός έτους για τους μοιχούς.
Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ' αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, γι' αυτό συνέβαιναν κωμικοτραγικές σκηνές κατά τη διαπίστωση του εγκλήματος.
Το τραγικότερο όμως ήταν ότι πολλές φορές ο δράστης έτρωγε ξύλο, πολύ ξύλο, ώστε να παραμείνει τσίτσιδος (και αναίσθητος συνήθως) μέχρι την έλευση των αστυνομικών οργάνων, μαρτύρων κλπ.

Κι όσο σκέφτομαι ότι εκείνο το βράδυ, μόλις θα άκουγα να χαρχαλεύει η “μάνα“ της,  θα σηκωνόμουν  μες  το σκοτάδι, θα ντυνόμουν με το πάσο μου και θα της έλεγα :

-Συγνώμη μαντάμ μπορώ να περάσω;