Ούτε ένα μήνα παντρεμένος με την [πρώτη] μακαρίτισσα και ξυπνάω ένα πρωί στο σπίτι της τεκνατζούς μου. Πρωινό απ την [πολύ προχώ και Open-minded] μαμά. Πρωινό κοντινένταλ για τρεις. Είναι και μια φίλη της που κοιμήθηκε μαζί μας, σαν αδελφάκια κι οι τρεις.
Και τι 'τανε να πω ότι κάποια μέρα πρέπει να κατέβω στην Πάρο που παραθέριζε η σύζυγος στο πατρικό της και που με περίμενε μόλις πάρω άδεια [που αργούσε τάχα μου, εγώ].
-Πάρο; Φύγαμε!
Και τσουφ Πειραιάς - Παροικιά. Νοικιάσαμε ένα room to let και το διασκεδάζαμε.
Ε, είπα να πάω και στην άλλη πλευρά του νησιού να δω την κυρά και τα πεθερικά μου.
Χαρές, αδέλφια, ξαδέλφια, θείες κλπ και πολύ στεναχωρήθηκαν που δεν μπορούσα να μείνω πάρα πάνω, μιας και ήμουν σκαστός απ την υπηρεσία μου.
Φιλιά, ξηρά τροφή για το ταξίδι πίσω στον Πειραιά και τσουφ πάλι πίσω στην Παροικιά. Κι η ζωή μέρα-νύχτα συνεχίζεται.
Ελα όμως που είχα το φόβο μη με κάνουν τσακωτό Τόσο κόσμο γνώρισα στο χωριό. Αν κάποιος απ αυτούς κατεβεί στην Παροικιά και με δει; Ετσι κυκλοφορούσα με μαύρα γυαλιά, καπέλο κλπ.
Μια μέρα λοιπόν ακούμε κάποιον πίσω μας να φωνάζει:
-Γιάννη, Γιάννη!
Κοκαλώσαμε. Γυρίζω και βλέπω ότι απευθύνεται σε κάποιον άλλο Γιάννη.
Κι έκανε και μούτρα όταν του είπα:
-Γιάννης είσαι και φαίνεσαι, ρε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου