Από τις αναμνήσεις της Μιρέμπε (Ειρήνης)
Ποιος ήταν μαθητής και δεν σκέφτηκε ή δεν έκανε κοπάνα.
Είναι φαίνεται παγκόσμιο φαινόμενο.
Ετσι κι εγώ με τη φίλη μου Ναμπέρα το σκάσαμε απ το σχολείο μια μέρα και
τραβήξαμε προς το άγνωστο, σε δρόμους που πρώτη φορά περπατούσαμε. Χαιρόμασταν
τη δροσούλα του δάσους τα κελαϊδίσματα των πουλιών, τις κραυγές των πιθήκων.
Και ξαφνικά να μπροστά μας ένα ποτάμι, μεγάλο και φουσκωτό. Μας έκοψε τη φόρα.
Μας χάλασε τη διάθεση για περιπέτεια. Και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν θέλαμε
να τελειώσει έτσι άδοξα η πρώτη μας κοπάνα. Κι έτσι χωρίς να το πολυσκεφτούμε
πήραμε την απόφαση να το νικήσουμε που μας έκοβε το δρόμο.
Αλλά πώς να περάσουμε απέναντι, που δεν ξέραμε κολύμπι και ούτε είχαμε δει
ποτέ κανέναν να κολυμπάει.
Η Ναμπέρα φοβόταν και για να την ενθαρρύνω μπήκα πρώτη στο νερό. Και καλά στην
άκρη, που το νερό ήταν μέχρι τα γόνατα μετά άρχισε να μας σπρώχνει η ορμή του νερού
και ξαφνικά μας έριξε κάτω. Θυμάμαι την Ναμπέρα
να με κοιτάει με γουρλωμένα φοβισμένα μάτια. Να τρέμει σαν ψάρι χωρίς να κάνει
κάτι. Τι να έκανε η καημένη; Μικρή ήταν και αυτή!
Και εκεί είναι που τα χρειαστήκαμε. Προσπαθούσαμε να σηκωθούμε αλλά ήταν
αδύνατο. Το νερό μας παρέσυρε μακριά και ήταν έτοιμο να μας καταπιεί.
Απεγνωσμένα άπλωνα τα χέρια μου μέσα στα αφρισμένα νερά για να κρατηθώ από
κάπου. Μάταια όμως.
Είχα μετανιώσει αλλά ήταν ήδη αργά για ένα θαύμα. Κι όμως έγινε. Τα χέρια
μου ακούμπησαν σε κάτι κλαδιά. Προσπάθησα να κρατηθώ απ αυτά, αλλά γλιστρούσαν
μέσα από τα χέρια μου. Και προσπαθούσα πάλι και πάλι μέχρι που ένοιωσα ότι κι
αυτά προσπαθούσαν να με πιάσουν, να με συγκρατήσουν, να σταματήσουν την ξέφρενη
πορεία μου στο άγριο ποτάμι.
Κι όταν πιασμένη χέρι χέρι με τους πάπυρους του ποταμού προσπάθησα να
πατήσω στα πόδια μου, είδα ότι το ποτάμι ήταν πολύ βαθύ κει πέρα. Ετσι από
κοτσάνι σε κοτσάνι των παπύρων και τα κλαδιά των άλλων δέντρων προσπάθησα να
φτάσω στην όχθη.
Κι ήταν τα φυτά σαν να με αγκάλιαζαν και να με έσφιγγαν στον κόρφο τους για
να με σώσουν.
Δεν θυμάμαι πως τα κατάφερε κι η Ναμπέρα να γλυτώσει τελικά.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι περπατώντας στο γυρισμό οι ποδιές στέγνωσαν
κάπως. Φθάνοντας στο σπίτι, μπήκα από τη πίσω πόρτα και έπεσα κατευθείαν στο
κρεβάτι χωρίς να φάω εκείνη την ημέρα απολύτως τίποτα, αλλά ούτε νερό!
Κάνεις δεν έμαθε ποτέ τίποτα από τότε για το συμβάν, γιατί καμιά μας δεν τόλμησε
να μιλήσει για αυτό. Εσείς είστε που το μαθαίνετε πρώτοι μετά τόσα χρόνια!