Να σε δώσω, τι να σε
δώσω. Να σε δώσω ένα [μπιπ] να με θυμάσαι;
Ετσι έλεγε ο γύφτος στο
ανέκδοτο.
Αυτόν μου θύμισε ο δικός
μου γύφτος όταν δεν με άφηνε να φύγω για
το καλό που του είχα κάνει .
-Τι να σε δώσω;
Ο δικός μου ο γύφτος δεν
ήταν «Καρέκλαι» ούτε «Ελα να πάρεις καλές πατάτες».
Ψάρια πούλαγε και δεν ήτανε κολιοί σαν εκείνον τον «Ελα να πάρεις κολιοί χοντρά».
Ψάρια πούλαγε και δεν ήτανε κολιοί σαν εκείνον τον «Ελα να πάρεις κολιοί χοντρά».
Σαρδέλες ήτανε.
Ένα Ντάτσουν γεμάτο, τίγκα , σαρδέλες.
Κι ήταν καλοκαίρι μεσημέρι. Και το Ντάτσουν είχε μείνει από μπαταρία σε ένα
δρόμο στο Θησείο. Κοντα στην Πνύκα.
Και δεν ήταν στη σκιά. Κι οι σαρδέλες έβραζαν. Και σε λίγη ώρα θα ήταν για
πέταμα.
Σε απόγνωση ο γύφτος.
Που και πού βρισκόταν κανένας χριστιανός για να σπρώξει το Ντάτσουν μπας
και πάρει μπρος.
Αλλά αυτό τίποτα. Και πολύ ψαρίλα, μπόχα…
Τον λυπήθηκα και σταμάτησα. Εβγαλα τα καλώδια και συνέδεσα τις μπαταρίες μας.
Μια δυο προσπάθειες και το Ντάτσουν τελικά κελάηδησε!
Δεν το πίστευε. Κόντευε να κλάψει και δεν με άφηνε να φύγω.
Δεν γινόταν. Επρεπε κάτι να μου δώσει.
Τι λεφτά, τι ένα τραζιστοράκι.
Γελούσα. Του ευχήθηκα καλή συνέχεια και έκανα να φύγω, όταν μου φώναξε:
-Να σε δώσω ένα τελάρο ψάρια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου