Το Citroën
DS (από το γαλλικό Déesse, δηλαδή θεά, και γνωστό ως βάτραχος στην Ελλάδα) ήταν ένα καινοτόμο πολυτελές αυτοκίνητο
που φύσαγε γενικώς.
Ο φίλος μου ο Βασίλης είχε ένα τέτοιο [που για να το αποκτήσει έπαψε να
έχει κάτι άλλα περιουσιακά στοιχεία].
Ο Βασίλης όμως είχε κι ένα γιο, που όπως μας έλεγε η κόρη του τον κοίταζε
όταν τρώγανε και έλεγε στη μάνα της:
-Που κάναμε γμτ λάθος;
Για τον κανακάρη του λοιπόν αυτόν πήγαμε μια μέρα στον Κυρ Νίκο, φίλο μου επίσης,
που είχε Ιδιωτικό Σχολείο, Δημοτικό + Γυμνάσιο [τρεις πρώτες τάξεις].
Ομορφάντρας στα νιάτα του είχε σαγηνέψει την μιας κάποιας ηλικίας ιδιοκτήτρια
του ιδιωτικού που του το έγραψε, όταν ήρθε η ώρα της με τον όρο όμως να
παραμείνει το τεράστιο ακίνητο [διδακτήριο,
κήποι, μεγάλη κατοικία και άλλα παρελκόμενα] σχολείο.
Και έτσι για να κρατήσει το κληροδότημα αγωνιζόταν νύχτα μέρα να το κρατάει
σε λειτουργία, έστω και στο ρελαντί.
Πήγαμε λοιπόν να γράψουμε το γιο του Βασίλη μπας και περάσει καμιά τάξη και
άρχισα τα παζάρια.
-Νίκο, κάνε του μια καλή τιμή. Φουκαράς είναι. Δεν έχουνε να φάνε στο σπίτι
τους και άλλα τέτοια.
Τελικά τα βρήκαμε, δώσανε τα χέρια και σηκώθηκε ο κυρ Νίκος να μας ξεπροβοδίσει.
Και ανοίγει την εξώπορτα και να ο … βάτραχος.
Μόνο “Κουάξ ρεκεκέξ” δεν έκανε.
-Αντίο και τέτοια, αλλά μέσα δεν έμπαινε να μας αφήσει να πάρουμε τη Σιτροέν
να φύγουμε.
Ετσι φύγαμε εμείς. Κάναμε μια βολτίτσα με τον πάμπτωχο φουκαρά Βασίλη που “δεν έχουνε να φάνε στο
σπίτι” και γυρίσαμε πίσω να πάρουμε την αμαξάρα του.
Κι απάνω που ήταν έτοιμος να βάλει το κλειδί, ανοίγει η πόρτα:
-Εδώ είστε ακόμα;
-Ναι, χαζεύουμε το αμάξι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου