Λίγα χρόνια αργότερα το
49 είδα για πρώτη φορά πιστόλι στο σπίτι του Πουλή.
Τη δεύτερη φορά δεν ήταν
πιστόλι αλλά το χέρι του Γιώργου του Φούντα που πρότεινε μες το σκοτάδι την
παλάμη του με τεντωμένο το δείκτη σαν να κρατούσε πιστόλι.
-Κατέβα κάτω! Καριόλη, κρατάω
πιστόλι!. Είπε στον κλέφτη που ήταν πάνω στην ταράτσα μας.
-Γιατί δεν κατεβαίνεις; Γιατί; [αυτό δεν το είπε].
Αλλά να τι έγινε
ακριβώς:
Είχαν ταράξει τη
γειτονιά στις κλοπές.
Τόσο πολύ που αποφάσισαν
οι μεγάλοι να φιλάνε όλο το βράδυ διακριτικά σκοπιά.
Και ξαφνικά ένα βράδυ περασμένες
10 [σαν να λέμε μεσάνυχτα και βάλε εκείνη την εποχή] χτυπάει την πόρτα
μας ο Βαγγέλης, ο γιος του Κυρ Στέλιου του Πουλή.
-Κυρά Νίτσα, μήπως έχεις λίγη ζάχαρη;
Και μόλις μπήκε μέσα μας λέει
ψιθυριστά ότι κάποιος είναι πάνω στη ταράτσα μας. Να αφήσουμε μισάνοιχτη την
εξώπορτα και ανοιχτή την πόρτα της αυλής. Θα επιχειρούσαν εισβολή και να
παραμείνουμε ήρεμοι.
-Ευχαριστώ. Καληνύχτα [τάχα μου]
-Ευχαριστώ. Καληνύχτα [τάχα μου]
Οπερ και εγένετο.
Μπούκαραν σε λίγο αστραπιαία και βγήκαν στην αυλή δίπλα στη σκάλα της ταράτσας
[δυο μαδέρια με καρφωμένες πήχες-σκαλοπάτια] .
Εκεί ο επικεφαλής Γιώργος Φούντας, ξεδίπλωσε όλο το υποκριτικό του ταλέντο.
Και δεν κάθισε να τον πιστολίσει. Και κατέβηκε κλαίγοντας ο Τρελόγιαννος της γειτονιάς. Τον είχαν βάλει οι άλλοι να ακούει από τον καπνοδόχο, πότε θα κοιμηθούμε και τέτοια.
Και δεν κάθισε να τον πιστολίσει. Και κατέβηκε κλαίγοντας ο Τρελόγιαννος της γειτονιάς. Τον είχαν βάλει οι άλλοι να ακούει από τον καπνοδόχο, πότε θα κοιμηθούμε και τέτοια.
Τον έπιασαν αλλά τους ξέφυγε.
Ετρεξε στο σπίτι της αδελφής του. Από κοντά κι εγώ. Θυμάμαι ο κακόμοιρος που
είχε κρυφτεί κάτω από ένα κρεβάτι.
Για δεκαετίες τον έβλεπα
γεροντάκι να περπατάει στο δρόμο με το σκύλο του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου