Συνολικές προβολές σελίδας

Η λίστα ιστολογίων μου

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Logo στιγμής




Και που λες δικέ μου (καμιά τριανταριά χρόνια πίσω) μπαίνω στο χρωματοπολείο της γειτονιάς και ειδών κιγκαλερίας (το κάγκελο).
-Μια Logo στιγμής παρακαλώ.
-Τι να την κάνεις΄
-Παρντόν. Τι ‘τι να την κάνω’;
-Τι θέλεις να κολλήσεις;
Ω, ρε και βιαζόμουν και δεν ήθελα να με πάνε αυτόφωρο. Βέβαια ο άνθρωπος ήθελε να με βοηθήσει.
-Τι θέλω να κολλήσω;
Και αρχίζω να του περιγράφω τη διαφήμιση της Logo:
-Να μωρέ ανέβαζα το αμάξι μου στην ταράτσα και έσπασε το συρματόσκοινο και θέλω να το κολλήσω!
Δεν θυμάμαι πάρα κάτω

Το έπαθλο




To1953 δύο φίρμες πάνινων παπουτσιών προσπαθούν να οικονομήσουν από τους ξυπόλητους έλληνες: ΕΛΒΙΕΛΑ και ΕΘΕΛ.
Η μία από αυτές όμως, η ΕΘΕΛ έχει εκπομπή στο ΕΙΡ (Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός). Ζωντανή εκπομπή, Οικονομίδης και το έπαθλο στο νικητή (εγκυκλοπαιδικές ερωτήσεις) ήταν ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια !!!
Ακροαματικότητα στα ύψη. Και ο εκφωνητής (μάλλον ο ίδιος ο Οικονομίδης ήταν) λέει για τον νικητή του διαγωνισμού της ΕΘΕΛ:
– Συγχαριτήρια! Κερδίζεις ένα ζευγάρι παπούτσια … (σταματάει, σασπένς και την ρίχνει:) ΕΛΒΙΕΛΑ!
Από ότι θυμάμαι πήγε να τα μπαλώσει. Σαν να είπε ότι ήταν καλαμπούρι κλπ.

Κολοσσαίο




Λοιπόν, μετά από μια κουραστική μεταμεσονύκτιο διαδρομή από Αγκόνα  (νεμπουλε, ομίχλη να την κόψεις με μαχαίρι) πίσω από  το κόκκινο φανάρι του προπορευμένου αυτοκινήτου)  φτάνουμε στη Ρώμη χαράματα.  Εξοδος 1, 2 κλπ. Μπαίνω σε μια από αυτές και να το Colosseum!
Τι να κάνω; Τόσες ώρες κάτι μπύρες κόντευαν να σπάσουν την κύστη μου.
Κατεβαίνω και δίπλα σε κάτι θάμνους και α……

Μετά από μερικές ημέρες στη Βάρκιζα με ξυπνάει η (έσβησα το όνομά της) που χάζευε το CNN πρωί πρωί,

-Γιάννη έλα να δεις! Ετσι και είχαμε πάει μια εβδομάδα αργότερα στη Ρώμη θα σε έδειχνε τώρα το CNN να κατουράς.
Ηταν ο Πάπας στο ίδιο ακριβώς σημείο να ευλογεί (Πάσχα των καθολικών) για τους χριστιανούς που θυσιάστηκαν στο Κολοσσαίο.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Πουτάνες.



Κάθομαι με τη βουλγάρα μου Μ. στου Σάββα στο Μοναστηράκι. Πανεπιστημιακιά. Φιλενάδα κοντά 15 χρόνια. Σαν αδελφή και βάλε την έχω πια. Αθήνα, Σόφια, Παραλία Κατερίνης, Σαντορίνη, Μπουργκάς κτλ. Καλά είμαι και γλυκούλης. Την αγαπούνε και τα παιδιά, την θεωρούνε της οικογένειας. Κι ήταν αυτή μαζί με την κόρη μου που σήκωσε όλο το βάρος της πολύμηνης νοσηλείας της μακαρίτισσας [Νο1] πρώην μου. Την αγαπούσε κι αυτή. Ένας άγγελος σκέτος. 
Τέλος πάντων στου Σάββα. Εξω στο δρόμο που είναι γεμάτος τραπέζια του Σάββα του Θανάση του Μπαιρακτάρη. Μπυρίτσες σις κεμπάπ και τέτοια. Μιλάμε βουλγάρικα και εγγλέζικα αλλά το μάτι μου είναι με τρόπο δίπλα σε ένα μανούλι γύρω στα 18. Είναι με έναν πενηντάρη και λένε τα διάφορα. Προσπαθώ να καταλάβω τι τρέχει. Στην αρχή νόμισα ότι είναι καθηγητής της γιατί μιλάνε για Ομηρο, Γιουριπίδη, Σώκρατες και τέτοια. Αυτή σίγουρα είναι ελληνίδα κι αυτός μάλλον Γερμανός με άθλια προφορά στα αγγλικά. Γρήγορα κατάλαβα ότι κάνει επίδειξη των γνώσεών του στη φοιτητριούλα που θα του είχε πει ότι σπουδάζει κάτι ανάλογο. Σε μια στιγμή το χόντρυνε το παιχνίδι αυτός. Δεν κρατιόταν άλλο. Η μπύρα του είχε φουσκώσει την κύστη και όλη την περιοχή της. Κι αυτή τον ενεθάρρυνε παθιάρικα. Ρώτησε που μπορούν να πάνε κι αυτή του είπε ότι είναι πολύ κοντά και φύγανε βιαστικά.
Και θυμήθηκα στη Σόφια όταν ζούσε ακόμη η μάνα της Μ και δεν μπορούσα να μένω σπίτι της, που έμενα στο Μπουλγκάρια, που μου έλεγαν στα ελληνικά αν θέλω κανένα κοριτσάκι. Κάποια μέρα δέχτηκα και μου φέρανε τρία μικρά να διαλέξω. Ότι έκανα ήταν για εμπειρία. Και μια άλλη φορά ήταν η Γκάμπριελ φοιτήτρια Μαθηματικών. Μιλούσαμε ώρες για διάφορα στα μαθηματικά. Ηταν πανέξυπνη. Δεν ήθελα τίποτε άλλο αλλά στο τέλος δεν κρατήθηκα. Ηταν οι δύσκολες στιγμές της Βουλγαρίας -15 βαθμοί και καμιά πολυκατοικία δεν είχε πετρέλαιο.
Η σειρά μας τώρα, και χωρίς πετρέλαιο και με πρόθυμες ημεδαπές Γκάμπριελ.
Α και στην Κύπρο τι ήταν αυτό; Πόσες αλλοδαπές στα μπαρ κτλ. Τότε.
Φοβάμαι ότι και εκεί ο τουρισμός θα αρχίζει να εμφανίζει μια μετατόποιση προς το ροζ.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ο Οσιος Ιωάννης




Και που λέτε εις ανύποπτο χρόνο ανακηρύχθηκα Οσιος.
Από τη φοιτητική μου παρέα προεξάρχοντος του φίλου μου Ανδρέα.  
Εκτοτε βέβαια έχω εξοκείλει ελαφρώς και εκεί που περίμενα την Αγιοποίηση φοβάμαι ότι θα χάσω και το Οσιοΐκι.



Δεν βαριέσαι και πάλι μάγκες. 





Η Γραμματέας




Είχαμε κάποτε έναν συνάδελφο (της Χημείας) που δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό. Πολύ γυναικάς. Κρίμα όμως. Ολοι τον θυμούνται μόνο γιατί ήταν πολύ σφιχτός στη βαθμολογία.
Ερχεται μια μέρα λοιπόν η κυρα Μαρία, που δούλευε στο κυλικείο της σχολής που είχε ο άντρας της και μου λέει:
-Κύριε Γιάννη, η κόρη μου, που πηγαίνει τον καφέ στο γραφείο του κυρίου Τάδε (ο Χημικός) μου είπε ότι της πρότεινε να την πάρει γραμματέα. Λες να έχει τέτοια τύχη; Φοβάμαι όμως ότι θα θέλει να είναι του Κάτε (Σημείωση Γς: ΚΑΤΕ = ΤΕΙ της εποχής εκείνης).
-Δεν ξέρω Μαρία μου για του ΚΑΤΕ, του ΚΑΤΣΕ όμως σίγουρα!

Από:  Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία



Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Οι μπλοφατζήδες




Το δίλημμα του φυλακισμένου είναι το κλασσικό παράδειγμα για τη μελέτη της μπλόφας.
Στη Γενετική της Συμπεριφοράς είναι το πρώτο βήμα της θεωρητικής μελέτης δύο χαρακτήρων: Ενός μπλοφατζή, που είναι άρπαγας αλλά  παριστάνει τον συνεργάσιμο και ενός αφελή συνέργάσιμου..

Η ιδέα είναι ότι αν δύο συνεργάσιμοι διεκδικήσουν μια μονάδα τροφής θα την μοιραστούν δίκαια. Αν όμως  ένας από τους δύο μπλοφάρει θα βουτήξει τελικά όλη την τροφή και ο αφελής θα πάρει ένα ωραίο μηδέν.
Αν όμως και οι δύο μπλοφάρουν τότε γίνονται περίεργα πράγματα. Συνήθως το κέρδος τους είναι λιγότερο από το μισό για τον καθένα, αλλά και αρνητικό πολλές φορές αν συνυπολογιστούν τα μπουνίδια και οι τραυματισμοί.
Μπορεί όμως να είναι απλώς μηδενικό το κέρδος τους.

Προσπαθούσα κάποτε να φέρω ένα παράδειγμα γι αυτήν την περίπτωση και επειδή δεν με καταλάβαιναν είπα την ιστοριούλα μου:

Ηταν ο Αντρέας κι ο Λαλής αλάνια πρώτης που δεν είχαν αφήσει καμιά σκανδαλιά που δεν είχαν κανει.
Εκείνη την ημέρα είχαν σκοτώσει ένα αγριοπερίστερο στα νταμάρια του Βύρωνα και παρακάλεσαν τη μάνα μου να τους το τηγανίσει.

Ετσι κι έγινε και τους το βάζει σε ένα πιάτο σ ένα τραπέζι στον κήπο για να το φάνε, τα παλιόμουτρα, οι άρπαγες…

Τους θυμάμαι να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον και να παριστάνουν τους αγαθούς συνδαιτυμόνες, όταν ξαφνικά ο Λαλής με ένα φτου-φτου-φτου  απέκλεισε τον άλλο από κάθε βλέψη επί του πινακίου. 
Ελα όμως που κι ο Αντρέας ανταπέδωσε αμέσως τα πυρά με ένα εξ ίσου βροντερό φτου-φτου-φτου.
Κι έλαβον  οι δυο μπλοφατζήδες από ένα καθαρό μηδενικό έκαστος.

Πήρα την κιμωλία και έβαλα αυτή την τιμή  στην ανάλογη στήλη και γραμμή της μήτρας των κουόπερέϊσον και  τσίτιν’.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Το σκόρδο


Γς said


87α:

Στο ταμείο του σουπερ μάρκετ 2-3 συνομήλικες μου gilfs(κατά το milf, εδώ το g=grandma) κάνουν φασαρία σαν μαθητούδια.

-Μαρία, δεν σου είπα. Μου έπεσε η πίεση με σκόρδο 2 μονάδες.
-Α και μένα μου έπεσε.
-Με σκόρδο;
-Ναι με σκόρδο!

Παίρνω τα ρέστα μου, την απόδειξη, τα ψώνια μου και πριν φύγω γυρίζω και τους λέω:
-Κορίτσια και μένα μου έπεσε (παύση). Χωρίς σκόρδο!



Από:  Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία


Το Φροντιστήριο


Ο Κάκτος (Γς) λοιπόν ήταν σε ένα γραφείο, μεγάλο γραφείο. Με καμιά δεκαριά γονείς μαθητών που περίμεναν τον διευθυντή του ευαγούς ιδρύματος. Όταν ξαφνικά εισβάλει μέσα μία δεσποινίς εν αδαμιαία περιβολή. Τσίτσιδη. Και ο Γς ψύχραιμος προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε. Αυτό όμως που τον καράφλιαζε είναι ότι κανείς από τους γονείς δεν έδειχνε ταραγμένος. Κοίταζαν απαθείς. Δεν έβλεπε την κοπέλα αλλά τους γονείς. Τους εξέταζε έναν έναν και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κανείς δεν αντιδρούσε. Ολοι παρέμεναν ήρεμοι σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. 
Μέχρι που ένα χέρι τον βούτηξε ξαφνικά από το σβέρκο και με ένα σκουπόξυλο τον πέταξε έξω στις σκάλες.
-Κωλόπαιδο θα μας κλείσεις το σπίτι!
Ηταν η τσατσά του ευαγούς ιδρύματος.

Αλλά ας το πιάσουμε από την αρχή.
Ο Κάκτος από μικρός έκανε παρέα με μεγαλύτερούς του κατά τρία και τέσσερα χρόνια. Με αυτούς την εύρισκε. Είχε δεινοπαθήσει με τους συνομήλικους του, Ένοιωθε ξένος, αν και είχε κάνει τα πάντα για να τους πλησιάσει.
Τον λέγανε ‘ηλεκτρονικό εγκέφαλο’ και οι δάσκαλοι ερχόντουσαν στη τάξη, την τρίτη τάξη και τον πήγαιναν στην έκτη για να λύσει κάποιο πρόβλημα αριθμητικής. Για να δείξουν στους μαθητές τους πόσο αδιάβαστοι ή πόσο χαζοί ήταν. 
Κι οι μανάδες, αχ αυτές οι μανάδες, όλο μπράβο ήτανε, αλλά το λέγανε με σφιγμένα δόντια και γατήσια μάτια έτοιμες να με ξεσκίσουν με τα νύχια τους. Και εγώ ο φουκαράς ένοιωθα τόσο απομονωμένος και έκανα το παν για να γίνω μέλος της ομάδας. Εφτασα στο σημείο να κάνω τα πιο χαζά  πράγματα για να τους μιμηθώ. Γινόμουν καραγκιόζης, μόνο και μόνο για να τους βλέπω να μου γελάνε και όχι να με αποφεύγουν σαν κάτι ξένο. 

Και μου έμεινε αυτή η ανασφάλεια, ο φόβος της απομόνωσης και η ακατάσχετη επιθυμία να θέλω να με προσέχουν λέγοντας χαζοιστορίες και τέτοια. Κατάφερα βέβαια να πετύχω αυτό που ήθελα, αλλά για μένα αυτή η κατάσταση ήταν μια συνεχής προσπάθεια ισορροπίας, ασταθούς ισορροπίας.
Και κάποτε τά βρόντηξα και πήγα με τους μεγάλους. Και μηχανάκια καβαλήσαμε και Πωλ-Μωλ καπνίσαμε και σοβαρά θέματα συζητήσαμε. Με δέχτηκαν και αλλάζαμε μπαλιές τέλεια.
Μόνο που σε μερικά πράγματα με θεωρούσαν μικρό. Π.χ. όταν πλακωνόμασταν με άλλες συμμορίες καταλάβαινα την έννοια τους  για την ασφάλειά μου.

Κάτι τέτοιο είχε συμβεί κι εκείνη την ημέρα. Να με προστατέψουν ήθελαν, αλλά εγώ νόμιζα ότι ήθελαν να με πουλήσουν. Κατεβαίναμε από το Παγκράτι προς το κέντρο και όλο μου έλεγαν ότι θα αργήσουν και να γυρίσω πίσω και ότι θα με ψάχνει η μάνα μου κλπ κλπ.
Τα φουκαριάρικα στις πουτάνες πηγαίνανε και φυσικά ούτε θέλανε ούτε έπρεπε να είμαι μαζί τους. Η επίσημη δικαιολογία τους ήταν ότι πηγαίνουν σε κάποιο φροντιστήριο που θέλει να γραφτεί ο Κώστας, ο μεγαλύτερος.

Φτάσαμε κάποτε στο φροντιστήριο. Ηταν στον επάνω όροφο μιας μονοκατοικίας της εποχής εκείνης Μεταξουργείο μεριά. Ανέβηκε ο Κώστας και οι υπόλοιποι μείναμε κάτω να τον περιμένουμε. Φαίνεται όμως ότι αργούσε πολύ και πήγε να τον φωνάξει ο Γιώργος που κι αυτός αργούσε και μετά ο άλλος και έμεινα μόνος με τον Μπάμπη που του είπαν να μείνει οπωσδήποτε μαζί μου κάτω μέχρι να κατέβουν. Όμως κανείς δεν ερχόταν κι ο ανυπόμονος Μπάμπης με χιλιοπαρακάλεσε να μείνω κάτω και να τον περιμένω και την έκανε κι αυτός.

Κι έμεινα μόνος, και πέρναγε η ώρα και κανείς δεν ερχόταν.
Τότε τα φροντιστήρια, ούπς, τα μπουρδέλα ήταν τεράστια. Με πολλά δωμάτια και πάρα πολλές πουτάνες.
Τι να κάνω κι εγώ λοιπόν ανεβαίνω τη μαρμάρινη εξωτερική σκάλα και μπάινω σε μια αίθουσα του φροντιστηρίου που περίμεναν μπαμπάδες να γράψουν τα παιδιά τους.
Και έγιναν αυτά που λέω στην αρχή.
Με βλέπει η τσατσά παιδάκι με κοντά παντελόνια σχεδόν του δημοτικού και με πέταξε στις σκάλες με φωνές.
Ακούσανε οι δικοί μου τις φωνές από τα άλλα δωμάτια και έτρεξαν για να με πάρουν να φύγουμε.
Εγώ όμως που να φύγω. Είχα γαντζωθεί στην κουπαστή της σκάλας και ούρλιαζα ότι θέλω κι εγώ!
Βρε αμάν, βρε έτσι, βρε αλλιώς, βρε δεν γίνεται, δεν κάνει, δεν επιτρέπεται, τίποτα εγώ.
Προσπάθησαν να βρουν κάποιο άλλο φροντιστήριο στην περιοχή, αλλά ούτε να το ακούσουν δεν ήθελαν.

Τελικά μια κοπέλα που ήταν μόνη στην επιστασία της δέχτηκε μετά από πολλά παρακάλια να τους λύσει το πρόβλημα. Και ήρθαν οι μεσολαβητές και το ανακοίνωσαν στους υπολοίπους που με κρόταγαν με τα δόντια 2-3 στενά πιο πέρα. Και με οδήγησαν στον βωμό της θυσίας.
Ηταν μια πανέμορφη κοπέλα η οποία με κράτησε σαν μανούλα κοντά της για έναν αιώνα. Εδώ χρειάζεται όντως λογοκρισία […].

Θυμάμαι πόσο το είχε χαρεί (συγνώμη που το λέω έτσι, μα το έδειχνε. Ακόμα θυμάμαι τα ζεστά δάκρυά της, τα φιλιά της, ήταν κάτι που ποτέ δεν ξανάνοιωσα στη ζωή μου).
Και είχαν να το λένε τα φιλαράκια μου. Όταν την πλήρωσαν στο τέλος τους είπε: Κανονικά εγώ πρέπει να σας πληρώσω...

Ποτέ δεν συμφιλιώθηκα με την ιδέα της πόρνης ως ερωτικής παρτενέρ κι η δικιά μου δεν ήταν 'πόρνη'. Την είχα ψιλοερωτευτεί και την ξαναείδα αρκετές φορές, κρυφά κρυφά και συνωμοτικά.

Και κάτι ακόμη: Μου έπλεξε κι ένα πουλοβεράκι. Και με έβαλε να το φορέσω. Και με καμάρωνε.

Αμέ!

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

AMEA





Μια πρωτοχρονιά, στα μικράτα μου, είχα διαβάσει σε μια εφημερίδα, που έδινε συμβουλές για Νιου Γίαρς Ρεζολιούσιονς, κάτι που μου φάνηκε πολύ παράξενο:
“Αποφεύγετε τους χέντικαπτ, είναι εκδικητικοί(!)”.
Ακου, εκδικητικοί, έλεγα.
Δυστυχώς η ζωή μου έδειξε ότι αληθεύει.
Κρίμα.
Και καμιά φορά εκδικούνται αυτούς που πραγματικά θέλουν να είναι κοντά τους.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Θέατρο



Είναι  ένας εδώ πέρα που τραβάει ενσταντανέ του στερεώματος. Ενσταντανέ, όχι ακριβώς, Εστιάζει και μαζεύει φωτόνια για ωρες και μέρες, Πολλές μέρες από μακρινούς γαλαξίες και Κβάζαρς. Από την ενέργεια της ύλης που καταβροχίζουν οι μαύρες τρύπες. Που καταβρόχθιζαν μάλλον πριν. 3000000000 χρόνια και βάλε. Οι πιο αντίκ φωτογραφίες.
Νύχτα μέρα αυτός εκεί και στο θαυμάσιο μπλοκ του. Πέρναγα κάποτε τα βράδια μου μαζί του διαδικτυακά, παρατηρώντας το τηλεσκόπιό του και κλέβοντας λίγο από την αιωνιότητα και το μεγαλείο του σύμπαντος.Καμιά φορά έφευγε από το PC για να πάει με το πιστολάκι να διαλύσει την υγρασία που μάζευε ο φακός στην ταράτσα.

Και πόσο λυπάμαι που όλα αυτά τα θαυμάσια φαινόμενα, οι υπέροχοι ήλιοι τα φεγγάρια οι γαλαξίες, οι μαύρες τρύπες, η σκοτεινή ύλη, όλα διαδραματίζονται χωρίς να υπάρχει ένας θεατής.

Την πρώτη φορά που βρέθηκα πάνω από τα σύννεφα μου ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι αυτό το θαυμάσιο θέαμα υπήρχε για εκατομμύρια χρόνια, χωρίς να λογαριάζει στο θαυμασμό κανενός. Ετσι για την πλάκα του και μόνο.. 
Χωρίς τους δύτες δεν θα ξέραμε τα μαργαριτάρια



Το παντελόνι




Είναι να μη μπω σε Νοσοκομείο ή Εφορία. Αρχίζω να λέω ότι μου έρθει, νομίζοντας ότι κάνω χιούμορ, μπας και ξορκίσω το κακό.
Σε ένα γραφείο εφορίας λοιπόν για κάποιο λάθος τους. Ερχεται η σειρά μου:
-Εσείς γιατί ήρθατε;
-Εγώ;
-Ναι. 
–Α, ήρθα για αλλαγή.
–Τι αλλαγή; 
–Ένα παντελόνι.
 –Τι παντελόνι; Πήρατε κάνα παντελόνι από δω κύριε;
 -Εγώ όχι. Εσείς μου το πήρατε!

Από:  Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία

 

Προφυλακτικά



Μπεμπέκα και μπεμπέκα, Ολοι ξέρουμε τι είναι. Μόνο ο  Κάκτος-νήπιο  δεν ήξερε. 
Και μια μέρα γυρνώντας από το παρκάκι απέναντι, που έβλεπα τα ζευγαράκια να μπαινοβγαίνουν και κραδαίνοντας ένα από αυτά τα διάσπαρτα εκεί μέσα πεταμένα προφυλακτικά, ρωτάω τον πατέρα μου.
-Τι είναι αυτό;
Κι αυτός ατάραχος:
-Αυτό; Λάστιχο!
-Λάστιχο; Τι λάστιχο;
-Λάστιχο…αυτοκινήτου!
Και μου εξήγησε ότι μέσα στις ρόδες υπάρχει μια σαμπρέλα και πιο μέσα αυτό που κρατούσα.
Και ότι είναι τόσο μέσα γιατί δεν πρέπει να το πιάνουμε.
Αν σας πω ακόμη και τώρα, όταν αλλάζω ρεζέρβα, προσέχω μην πιάσω κανένα τέτοιο πράγμα.
Δεν το ξέχασα. Πάντα το(ν) θυμάμαι…

 Από: Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

13



     Λόγω τιμής νηπιαγωγείο πήγαινα όταν γυρίζοντας από εκεί με την Μαρία πήγαμε δίπλα σε κάτι βραχάκια  και για πρώτη φορά έκανα συγκριτική ανατομία γενετικών οργάνων. Και ξαφνικά εισέβαλε ο αδελφός της. Μεγάλος 7-8 χρονών αυτός. Μας έκανε τσακωτούς και με τιμώρησε αμέσως. Πήρε την τσάντα μου και έβγαλε τις σχίζες. Κάτι πολύχρωμα ξυλάκια που είχαμε για να μαθαίνουμε τις πράξεις. Πρόσθεση αφαίρεση και τέτοια. Πήρε λοιπόν τις σχίζες και τις έσπασε. Τις έκοψε στη μέση όπως σπάμε τα μακαρόνια πριν τα ρίξουμε στην κατσαρόλα να βράσουν.

Την ποινή που μου επέβαλε τη θεώρησα εξόχως υπερβολική και γι αυτό καθόλου δεν στεναχωρήθηκα όταν μετά καμιά δεκαριά χρόνια τον έπιανε η αστυνομία για κλοπές και άλλες συναφείς δραστηριότητες. 
Από την άλλη η Μαρία είχε πιάσει δουλειά ως πωλήτρια σε Αγίου Μάρκου μεριά και με καμάρι μου έλεγε τι δώρα εξασφάλιζε από κυρίους μιας κάποιας ηλικίας που εκτιμούσαν ανάλογα τις περιποιήσεις της.  Βάδιζε σταθερά στα ίχνη της μεγαλύτερης αδελφής της. 

Υπήρχε και μια μήτηρ, αλλά και ένας Μήτσος με παχύ μουστάκι, μανάβης που πέρναγε με τη σούστα του και έβγαινε η κυρά Λένη να ψωνίσει τάχα μου. Την έπιασα να του δίνει ένα μασούρι λεφτά χωρίς ν πάρει  ούτε μία μελιτζάνα.


Κι ήρθε και ένα παιδί, της Μαρίας από το πουθενά, από τον κρίνο και το κράτησε. Ηταν από κάποιον που της πούλησε αγάπη, για να τη στείλει στο Μπερούτ, που ήταν τότε της μοδός.

Α, κι ο πάτερ φαμίλιας. Τον έβλεπα στο καφενείο να παίζει χαρτιά. Σοβαρός. Στον κόσμο του όμως. Με τη γραβατίτσα του, το καπελάκι του. Τζέντελμαν. Είχε τώρα να θρέψει και το εγγόνι του. Και να καταπιεί και τα σχόλια της γειτονιάς εκείνης της εποχής.

Κι εδώ κολλάει το 13. 
Το δεκατριάρι του ΠροΠο. Που δεν ήταν 13άρι, αλλά δωδεκάρι τότε.
Ένα βράδυ που είχε πιεί ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά.
Φώναζε ότι είχε κερδίσει στο ΠροΠό.
Φασαρία κακό. Ηρθε το Α’ Βοηθειών και τον πήρε.  Εγώ τουλάχιστον δεν τον ξαναείδα.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Πενταήμερη




Ακούω το ασανσέρ να έρχεται.

Περίεργος να δω ποιος είναι πλησιάζω στην  πόρτα για να αφουγκραστώ ποιος μπορεί να έχει ανέβει στον όροφο.

Χτυπάει το κουδούνι

-Ποιος είναι; Γκάριξα για να αιφνιδιάσω τον άγνωστο κακοποιό, πλασιέ κλπ

-Είμαι μαθήτρια. Για την πενταήμερή μας.


Τι απαλή γλυκιά φωνούλα!
Ωχ τι κάνουμε τώρα; Θυμήθηκα ότι δεν είχα δεκάρα τσακιστή διαθέσιμη.

Επρεπε να ανοίξω το καμουφλαρισμένο ταμείο με τα 50άρικα.


-Δεν ανοίγω σε μαθήτριες

-(γελάκια) Γιατί καλέ;

-Δεν μ’ αφήνει η γυναίκα μου.

-Γιατί δεν σ’ αφήνει;

 -Φοβάται      

-Δεν δαγκώνω

-Δαγκώνω εγώ (@$*_*&%%#Ε΅@)

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Newark



  


Λοιπόν πιτσιρικάς τά’ χα  με μια τύπισσα  που μου έλεγε ότι είχε κάποτε ένα γκόμενο που πήδαγε τον ατλαντικό για να την πηδήξει. Που να ήξερα ότι αργότερα θα έκανα τα ίδια.
Φλασιά, διαβατήριο, ταξί, αεροδρόμιο. Κι σε 10 ώρες η διαφορετική μυρωδιά των υδρογονανθράκων στην άλλη ακτή.
Στο διάβολο, αυτά μένουν!

Κι ήταν κι ένα 747 διασκευασμένο σε Cargo της FedEx που έκανε συνεχώς το γύρο της Αμερικής. Houston, New York, Seatle, LA. Για το όβερνάιτ ταχυδρομείο.
Επαιρνε και 5-6 επιβάτες, χωρίς αποσκευές. Σαν ταχυδρομικούς φακέλους κι αυτούς, Και μόνο για καμιά δεκαριά δολάρια.
Νυκτερινή πτήση παρέα με τους συνεπιβάτες μου τους φακέλους


Κατέβαινε για να ξεφορτώσει γράμματα στο Νιούαρκ έξω από την Νέα Υόρκη, στο Νιου Τζερσι και αγωνιζόμουν να βρω μες τα άγρια μεσάνυχτα μέσο για να πάω στη φίλη μου στη ΝΥ.




Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Κοκκινοσκουφίτσα



Σε μια εκπομπή είχανε κάνει θέμα την καταγγελία μιας γιαγιάς που πήρε ‘ένα παραμυθάκι με DVD από το περίπτερο το οποίο όμως είχε σκληρό πορνό.
Προφανώς ο εισαγωγέας δεν φρόντιζε για την ψυχαγωγία μόνο των παιδιών αλλά και των γονέων και κάπου τα έμπλεξε στη συσκευασία.
Αυτό ήταν. Αρχισαν να πέφτουν βροχή οι καταγγελίες και από άλλους που είχαν αγοράσει την ελαττωματική παρτίδα. Μπαμπάδες, μαμάδες, θείες, παππούδες.
Παίρνω και γω τηλέφωνο:
-Από ποιο περίπτερο το αγοράσατε;
-Δεν έχει σημασία. Του ζήτησα ένα περιοδικό με αισθησιακό
DVD. Και τι μου έδωσε;
-Τι;
-Με την κοκκινοσκουφίτσα! Δεν είναι κατάσταση αυτή!
-Κλείστε τον!


Αμελέ(τη)τα




Κι ήρθε για πρώτη φορά η φίλη μου Κωνσταντίνα στην Eλλάδα. Γεννημένη στην CCCΡ από πολιτικούς πρόσφυγες. Διαβάζει στο μενού «Ομελέτα». Και παραγγέλλει «Αμελέτα». (Στα ρώσικα το «ο» αν δεν τονίζεται προφέρεται «α». Π.χ. товарищ = Ταβάριτς, большой=Μπαλσόϊ).
-Αμελέτα; Αμελέτητα ε;
-Και μου φέρανε όρχεις Γιάννη μου.

Καθηγήτρια Ζωολογίας στο Παν Πάτρας μετά.


Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Αβέρωφ



Ηταν η εποχή (πριν τη Χούντα) που στηνόντουσαν πολιτικές συζητήσεις μεταξύ φοιτητοπατέρων, όχι κατά ανάγκη της ίδιας παράταξης, με σκοπό την άγρα νέων μελών, ιδίως επαρχιοτάκια, που τότε είχαν και μαύρα μεσάνυχτα από πολιτική.
Μίλαγαν λοιπόν δύο και καθόταν το πρωτοετάκι και τους άκουγε με προσοχή. Η συζήτηση ήταν για τις συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου. Και δώστου ο Μακάριος που είπε τούτο και ο Αβέρωφ που έκανε το άλλο.
-Αντε ρε σταματήστε το θέατρο! Πάρε δρόμο και συ που τους ακούς μ ανοιχτό το στόμα.
-Γιατί; Με ενδιαφέρουν αυτά.
-Τι ξέρεις ρε; Ξέρεις τι ήταν τότε ο Αβέρωφ; Τι ξέρεις απ τον Αβέρωφ.
-Τον Αβέρωφ δεν ξέρω που είναι αραγμένος [τότε] στο Πόρο;