Ο Κάκτος (Γς)
λοιπόν ήταν σε ένα γραφείο, μεγάλο γραφείο. Με καμιά δεκαριά γονείς μαθητών που
περίμεναν τον διευθυντή του ευαγούς ιδρύματος. Όταν ξαφνικά εισβάλει μέσα μία
δεσποινίς εν αδαμιαία περιβολή. Τσίτσιδη. Και ο Γς ψύχραιμος προσπαθούσε να
καταλάβει τι έγινε. Αυτό όμως που τον καράφλιαζε είναι ότι κανείς από τους
γονείς δεν έδειχνε ταραγμένος. Κοίταζαν απαθείς. Δεν έβλεπε την κοπέλα αλλά
τους γονείς. Τους εξέταζε έναν έναν και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κανείς
δεν αντιδρούσε. Ολοι παρέμεναν ήρεμοι σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
Μέχρι που ένα
χέρι τον βούτηξε ξαφνικά από το σβέρκο και με ένα σκουπόξυλο τον πέταξε έξω
στις σκάλες.
-Κωλόπαιδο θα μας
κλείσεις το σπίτι!
Ηταν η τσατσά του
ευαγούς ιδρύματος.
Αλλά ας το
πιάσουμε από την αρχή.
Ο Κάκτος από
μικρός έκανε παρέα με μεγαλύτερούς του κατά τρία και τέσσερα χρόνια. Με αυτούς
την εύρισκε. Είχε δεινοπαθήσει με τους συνομήλικους του, Ένοιωθε ξένος, αν και
είχε κάνει τα πάντα για να τους πλησιάσει.
Τον λέγανε
‘ηλεκτρονικό εγκέφαλο’ και οι δάσκαλοι ερχόντουσαν στη τάξη, την τρίτη τάξη και
τον πήγαιναν στην έκτη για να λύσει κάποιο πρόβλημα αριθμητικής. Για να δείξουν
στους μαθητές τους πόσο αδιάβαστοι ή πόσο χαζοί ήταν.
Κι οι μανάδες, αχ
αυτές οι μανάδες, όλο μπράβο ήτανε, αλλά το λέγανε με σφιγμένα δόντια και
γατήσια μάτια έτοιμες να με ξεσκίσουν με τα νύχια τους. Και εγώ ο φουκαράς
ένοιωθα τόσο απομονωμένος και έκανα το παν για να γίνω μέλος της ομάδας. Εφτασα
στο σημείο να κάνω τα πιο χαζά πράγματα για να τους μιμηθώ. Γινόμουν
καραγκιόζης, μόνο και μόνο για να τους βλέπω να μου γελάνε και όχι να με
αποφεύγουν σαν κάτι ξένο.
Και μου έμεινε αυτή η ανασφάλεια, ο φόβος της απομόνωσης και η ακατάσχετη
επιθυμία να θέλω να με προσέχουν λέγοντας χαζοιστορίες και τέτοια. Κατάφερα
βέβαια να πετύχω αυτό που ήθελα, αλλά για μένα αυτή η κατάσταση ήταν μια
συνεχής προσπάθεια ισορροπίας, ασταθούς ισορροπίας.
Και κάποτε τά
βρόντηξα και πήγα με τους μεγάλους. Και μηχανάκια καβαλήσαμε και Πωλ-Μωλ
καπνίσαμε και σοβαρά θέματα συζητήσαμε. Με δέχτηκαν και αλλάζαμε μπαλιές τέλεια.
Μόνο που σε
μερικά πράγματα με θεωρούσαν μικρό. Π.χ. όταν πλακωνόμασταν με άλλες συμμορίες
καταλάβαινα την έννοια τους για την ασφάλειά μου.
Κάτι τέτοιο είχε
συμβεί κι εκείνη την ημέρα. Να με προστατέψουν ήθελαν, αλλά εγώ νόμιζα ότι
ήθελαν να με πουλήσουν. Κατεβαίναμε από το Παγκράτι προς το κέντρο και όλο μου
έλεγαν ότι θα αργήσουν και να γυρίσω πίσω και ότι θα με ψάχνει η μάνα μου κλπ
κλπ.
Τα φουκαριάρικα
στις πουτάνες πηγαίνανε και φυσικά ούτε θέλανε ούτε έπρεπε να είμαι μαζί τους.
Η επίσημη δικαιολογία τους ήταν ότι πηγαίνουν σε κάποιο φροντιστήριο που θέλει
να γραφτεί ο Κώστας, ο μεγαλύτερος.
Φτάσαμε κάποτε
στο φροντιστήριο. Ηταν στον επάνω όροφο μιας μονοκατοικίας της εποχής εκείνης
Μεταξουργείο μεριά. Ανέβηκε ο Κώστας και οι υπόλοιποι μείναμε κάτω να τον
περιμένουμε. Φαίνεται όμως ότι αργούσε πολύ και πήγε να τον φωνάξει ο Γιώργος
που κι αυτός αργούσε και μετά ο άλλος και έμεινα μόνος με τον Μπάμπη που του
είπαν να μείνει οπωσδήποτε μαζί μου κάτω μέχρι να κατέβουν. Όμως κανείς δεν
ερχόταν κι ο ανυπόμονος Μπάμπης με χιλιοπαρακάλεσε να μείνω κάτω και να τον
περιμένω και την έκανε κι αυτός.
Κι έμεινα μόνος,
και πέρναγε η ώρα και κανείς δεν ερχόταν.
Τότε τα
φροντιστήρια, ούπς, τα μπουρδέλα ήταν τεράστια. Με πολλά δωμάτια και πάρα
πολλές πουτάνες.
Τι να κάνω κι εγώ
λοιπόν ανεβαίνω τη μαρμάρινη εξωτερική σκάλα και μπάινω σε μια αίθουσα του
φροντιστηρίου που περίμεναν μπαμπάδες να γράψουν τα παιδιά τους.
Και έγιναν αυτά
που λέω στην αρχή.
Με βλέπει η
τσατσά παιδάκι με κοντά παντελόνια σχεδόν του δημοτικού και με πέταξε στις σκάλες
με φωνές.
Ακούσανε οι δικοί
μου τις φωνές από τα άλλα δωμάτια και έτρεξαν για να με πάρουν να φύγουμε.
Εγώ όμως που να
φύγω. Είχα γαντζωθεί στην κουπαστή της σκάλας και ούρλιαζα ότι θέλω κι εγώ!
Βρε αμάν, βρε
έτσι, βρε αλλιώς, βρε δεν γίνεται, δεν κάνει, δεν επιτρέπεται, τίποτα εγώ.
Προσπάθησαν να
βρουν κάποιο άλλο φροντιστήριο στην περιοχή, αλλά ούτε να το ακούσουν δεν
ήθελαν.
Τελικά μια κοπέλα
που ήταν μόνη στην επιστασία της δέχτηκε μετά από πολλά παρακάλια να τους λύσει
το πρόβλημα. Και ήρθαν οι μεσολαβητές και το ανακοίνωσαν στους υπολοίπους που
με κρόταγαν με τα δόντια 2-3 στενά πιο πέρα. Και με οδήγησαν στον βωμό της
θυσίας.
Ηταν μια
πανέμορφη κοπέλα η οποία με κράτησε σαν μανούλα κοντά της για έναν αιώνα. Εδώ
χρειάζεται όντως λογοκρισία […].
Θυμάμαι πόσο το
είχε χαρεί (συγνώμη που το λέω έτσι, μα το έδειχνε. Ακόμα θυμάμαι τα ζεστά
δάκρυά της, τα φιλιά της, ήταν κάτι που ποτέ δεν ξανάνοιωσα στη ζωή μου).
Και είχαν να το λένε τα φιλαράκια μου. Όταν την πλήρωσαν
στο τέλος τους είπε: Κανονικά εγώ πρέπει να σας πληρώσω...
Ποτέ
δεν συμφιλιώθηκα με την ιδέα της πόρνης ως ερωτικής παρτενέρ κι η δικιά μου δεν
ήταν 'πόρνη'. Την είχα ψιλοερωτευτεί και την ξαναείδα αρκετές φορές, κρυφά κρυφά και συνωμοτικά.
Και
κάτι ακόμη: Μου έπλεξε κι ένα πουλοβεράκι. Και με έβαλε να το φορέσω. Και με
καμάρωνε.
Αμέ!
Γς said