Στο φαρμακείο χτες περιμένοντας
τη σειρά μου παρατηρούσα τις συνομήλικες μου που σε άλλες εποχές θα ήταν
γριούλες με τσεμπέρι. Σαν τη γιαγιά μου. Μοντελάκια τώρα. Τι μαλλί; Τι ρούχα;
Τι παπά; Και με τι αέρα σχολιάζουν, αστειεύονται.
-Ισχύει ότι θα πληρώνουμε
ένα ευρώ επί πλέον για κάθε φάρμακο στα Ασφαλιστικά ταμεία;
-Δεν καταλάβατε καλά. Για
κάθε χάπι της συσκευασίας .Πετάγομαι. Δεν έπιασε. Δεν γέλασαν.
-Κι αυτή η εφορία; Τι
γινόταν χτες στην Εφορία. Χαμός.
-Α, τώρα βγήκαν και
παγανιά στους δρόμους. Αν βρουν ότι οφείλεις μπορούν ακόμη και να σε συλλάβουν.
Αυτό όντως δεν το είχαν ακούσει ακόμα. Συνέχισα για αυτόφωρες διαδικασίες,
φυλακίσεις και τέτοια.
Και με τούτα και με τα άλλα
έφτασε και η σειρά μου. Πλήρωσα και τη συμμετοχή μου, που όλο και ανεβαίνει. Εφτασε
τα σαράντα ευροπουλάκια. Τα ακούμπησα στο γυάλινο πιατάκι του ταμείου που
έγραφε: “Έμπλαστρα Λέοντος”. Και την
έκανα.
Ξαναγύρισα. Είχα
ξεχάσει τα γυαλιά μου. Που δεν τα βρήκα όμως. Γύρισα σπίτι κοιτάζοντας μήπως τα
δω στο δρόμο που μου είχαν πέσει.
Τα βρήκα. Στο σπίτι. Τα
είχα ακουμπήσει στο γραφείο μου, μαζί με τα φάρμακα.
Και τώρα το πρωί θυμάμαι
ακόμα έντονα το όνειρο που έβλεπα απόψε με εκείνο το τεράστιο έμπλαστρο. Από τους
ώμους μου μέχρι τα λαγόνια μου. Σαν κι αυτό. Το μοναδικό της ζωής μου, που
μου το είχε κολλήσει η γιαγιά μου, που μου είχε πάρει και βεντούζες κάποτε. Θα ήταν πολύ μεγάλα τα
μπλάστρια τότε ή εγώ πολύ μικρός.
Κι ήμουν λέει στο όνειρο νέος
και ωραίος. Κι ένα έμπλαστρο Λέοντος στο άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου