Εντάξει δεν ήταν και
χρυσές λάρνακες. Κουτιά ξύλινα ήταν από ψαροκοσέλες και άλλη ευτελή ξυλεία.
Επιανε τα ξύλα ο παππούς
του Αποστόλη τα πριόνιζε τα πλάνιζε και τα έκανε φίνα. Μετα τα κάρφωνε και
έφτιαχνε έναν κύβο ακμής 40-50 πόντων. Και τελικά τον έκοβε στα δύο. Δέκα πόντους
περίπου το σκέπασμα πάνω και το υπόλοιπο
κάτω. Τα κάρφωνε με δυο ψευτομεντεσέδες και έτοιμο το κουτί για κόκκαλα στα
οστεοφυλάκια των νεκροταφείων.
Και χαζεύαμε τα νήπια ο
Κακτος κι ο Αποστόλης. Και σιγά μην μας έδινε σημασία ο παππούς. Ούτε και η
γιαγιά που υποτίθεται ότι τον βοηθούσε, αλλά όλο με ένα φλυτζάνι του καφέ ήταν και
κάπνιζε αρειμανίως.
Ούτε και σε εκείνη τη στιγμή
που έπαιξαν θέατρο μας έδωσαν σημασία:
Όταν ο παππούς ξαφνικά
ξάπλωσε κάτω κι η γιαγιά άρχισε να φωνάζει «Βοήθεια, βοήθεια». Μαζεύτηκε η
γειτονιά και σε λίγο πλάκωσε και το ΕΚΑΒ της εποχής που πήρε τον παππού που
σφάδαζε στους πόνους.
Είχε χτυπήσει λέει
πέφτοντας από τη σκάλα [μούσι]. Δεν μπορούσε να περπατήσει και κάτι είχε πάθει
[λέει] το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να μιλήσει να θυμηθεί και τέτοια.
Εργατικό ατύχημα [λέει].
Σύνταξη "παθών εν ώρα εργασίας".
Κι όσο τον έβλεπα κοτσονάτο
να περπατάει να τρώει και να πίνει δημοσία δαπάνη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου