22 Μαρτίου, 2014 στις 02:47
>Περιμένω και τα δικά σας ποιήματα (γιατί όχι και δικά σας ποιήματα) σαν προσφορά στη σημερινή μέρα της ποίησης!
>Περιμένω και τα δικά σας ποιήματα (γιατί όχι και δικά σας ποιήματα) σαν προσφορά στη σημερινή μέρα της ποίησης!
Κι ήταν ένας Κάκτος που σαν να έζησε πριν χιλιάδες χρόνια. Δεν τον θυμάμαι
πια. Ούτε κι αυτά που έγραφε. Και που τα έλεγαν οι άλλοι… ποιήματα.
Εντάξει. Ωραία ποιήματα, τα έλεγαν.
Κι εγώ για πλάκα (λέμε τώρα) συχνά πυκνά, τα χτύπαγα σε μεμβράνη πολυγράφου
και τα “εξέδιδα”.
Δεν έχω κρατήσει τίποτα. Μόνο τα φιλαράκια μου, κάτι παλιοί νταλκάδες και
θειάδες.
Ας είναι. Με κράτησαν. Οταν πνιγόμουν στη τάξη την πειθαρχία την ομοιοκαταληξία.
Ηταν ελεύθερα. Ηταν ελευθερία.
Κι ήταν μια τέτοια στιγμή που θυμάμαι, στο γυμνάσιο πια. Πάλι κάποια
γιορτή.
Δηλαδή τι θυμάμαι;
Θυμάμαι που δεν έβλεπα την αυλή του σχολείου αλλά ψηλότερα τον ουρανό. Έναν
καταγάλανο ουρανό με κάτι λευκά σύννεφα που είχαν σταματήσει και με κοίταζαν.
Δεν θυμάμαι τι είπα. Ηταν δικά μου, ήταν της στιγμής εκείνης. Πρέπει να
ήταν όμορφα, αφού σταμάτησαν και τα σύννεφα να με ακούσουν. Αφού με
χειροκροτούσαν (βαριά κουβέντα) τόση ώρα όλοι.
Δεν θυμάμαι λέξη. Πρέπει όμως να ήταν ποίημα.
Όχι. Δεν ήμουν Νάρκισσος τότε. Μετά έγινα. Όταν με έχασα.
Γς είπε