Λοιπόν ο μπάρμπας μου ο Λάκης που σας έλεγα, ο φοιτητής με το τζιπάκι της Βέρμαχτ
που είχε συναρμολογήσει από τα πεταμένα σιδερικά του Β’ ΠΠ ήταν και φιλόμουσος.
Επαιζε ακορντεόν. Τον θυμάμαι σαν τώρα που έστηνε το αναλόγιο με τα σολφέζ του
και έπαιζε ‘Το τραμ το τελευταίο’.
Πήγαινε λοιπόν στο Εθνικό Ωδείο και όση ώρα ήταν στο μάθημα τον περίμενα
στο τζιπάκι. Θεόμουρλος ήταν, που άφηνε ένα νήπιο μόνο του. Κι ο Κάκτος καμιά
φορά για πλάκα, εκεί στη Φειδίου που τον περίμενε πάταγε το κουμπί (έτσι ήταν
τότε) της μίζας. Ντου-ντου προχώραγε κάνα μέτρο το τζιπ (είχε βάλει ταχύτητα).
Δεν υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσω άλλο αμάξι διότι απλούστατα δεν υπήρχαν και τόσα
πολλά το 1949 (;)-1950.
Τρόμαζε ο κόσμος και χαρά εγώ.
Πολλές φορές όμως βαριόμουνα και κατέβαινα από το τζιπάκι και έκοβα κίνηση
στη Φειδίου μέχρι την Χ. Τρικούπη.
Μια μέρα λοιπόν που κοίταζα από το χαμηλό παράθυρο πως
φτιάχνανε τα γλυκά σε ένα υπόγειο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής τους βλέπω να μου
κάνουν νόημα να φύγω. Εκεί όμως εγώ. Το πήρα εγωιστικά, οπότε ανεβαίνει ένας και
μου λέει
–Να φύγεις!
–Να φύγεις!
-Που να πάω;
-Στο σπίτι σου.
–Δεν έχω σπίτι.
Αμάν!
-Στο σπίτι σου.
–Δεν έχω σπίτι.
Αμάν!
–Δεν έχει σπίτι ρε παιδιά. Λέει στους από κάτω.
Κι αυτοί παίρνουν μερικές πάστες τις τυλίγουν πρόχειρα (συσκευασία της εποχής) και μου τις δίνουν.
–Πάρε αυτά για τα αδελφάκια σου.
Κι αυτοί παίρνουν μερικές πάστες τις τυλίγουν πρόχειρα (συσκευασία της εποχής) και μου τις δίνουν.
–Πάρε αυτά για τα αδελφάκια σου.
Και τα πήρα. Γύρισα στο τζιπάκι πάνω που είχε τελειώσει
και το μάθημα ο μπάρμπας μου.
-Τι είναι αυτά;
-Μου τα έδωσαν αυτοί στο υπόγειο.
-Μου τα έδωσαν αυτοί στο υπόγειο.
-Α, ωραία. Και τις βάλαμε κάτω και τις φάγαμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου