Είχα φέρει την θειά μου
σε ένα ρετιρέ κοντά στο γραφείο μου για να μπορώ να την φροντίζω πιο εύκολα.
Την έφερα κατευθείαν από
το νοσοκομείο μετά από μακρά νοσηλεία της για καρδιολογικά και άλλα προβλήματα.
Δεν μπορούσε πια να φέρει βόλτα τη μονοκατοικία της και ειδικά τα λουλούδια και
τα δέντρα του τεράστιου κήπου της.
Ενώ με τα λίγα βασιλικά της
και τριανταφυλλιές στο ρετιρέ τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα.
Κάθε μέρα πήγαινα και
την έβλεπα. Καμιά φορά έμενα κι όλας.
Είχα το δωμάτιό μου με
γραφειάκι κλπ.
Α, είχαμε και
επισκέψεις. Όπως λ.χ. από την αλλοδαπή. Γινόντουσαν
φίλες, της κάνανε και παρέα και γλυτώναμε και τα κερατιάτικα πολυήμερων
διαμονών σε ξενοδοχεία . Και πως τις χειριζότανε τις ξένες γλώσσες με την παντομίμα
της η μακαρίτισσα .
Κι είχα και μια δικιά
μου που κάτι υποπτευότανε και με έπαιρνε
στο κινητό:
-Που είσαι;
-Στη θεία μου.
-Ψέματα λες. Για δώστην
μου
-Ελα κόρη μου. Τι
κάνεις;
Και που να ‘ξερε ότι
εκεί ήταν και η άλλη.
Και ήταν και η Βίκυ, μια
φοιτήτριά μου, πολύ καλό κορίτσι, που έμενε στην ίδια πολυκατοικία. Που
ανεβαίνοντας στο διαμέρισμά της κάθε μεσημέρι πέρναγε από τη θεία μου και της άφηνε
την Αυριανή που έπαιρνε κάτω από τον περιπτερά που πλήρωνα με τον μήνα.
Αυτήν την εφημερίδα
ήθελε, τι να κάνουμε;
Όταν ένα απόγευμα σε ένα
εργαστήριο μου λέει η Βίκυ:
-Κύριε Κάκτο, δεν πήγα
σήμερα την εφημερίδα.
-Ντάξει δεν πειράζει.
-Ηθελα να της την πάω,
αλλά δεν μπορούσα, ντρεπόμουν.
Ηταν εκείνη την ημέρα
που ο Κουρής έβαλε πρωτοσέλιδη και ολοσέλιδη στην Αυριανή γυμνή την Δήμητρα Λιάνη
για να πικάρει τον Αντρέα που δεν του έκανε τα χατίρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου