Καλά για ο Μον Παρνές θα
μπορούσα να μιλάω ώρες. Αλλά μια και έτυχε ας αναφερθώ σ αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει
μέχρι τότε: Πόσο κάθαρμα είμαι!
Τα ραδιόφωνα και τα
κανάλια έλεγαν για μια ομάδα προσκόπων που έχουν αποκλειστεί στην Πάρνηθα.
Βαριά χιονόπτωση και τέτοια.
Και επειδή η ομάδα αυτή
ήταν η ομάδα της κόρης μου, βούτηξα τη γιατρίνα μου και ανεβήκαμε πάνω στη
Πάρνηθα. Μάθαμε ότι οι Πρόσκοποι (αγόρια κορίτσια) έχουν πάει στο καταφύγιο και πήγαμε σχεδόν με
τα πόδια αφού η σιτροέν δεν μπορούσε και με τις αλυσίδες να πάει μέχρι εκεί.
Κι απάνω που περίμενα τα
“μπαμπά μου, μπαμπούλη μου“ μόλις
φτάσαμε, εισέπραξα ένα.
–Τι θέλετε ; Ποιος σας είπε να έρθετε εδώ.
Την είχανε βρει ωραία.
Αγόρια κορίτσια.
Κι είπαμε να γυρίσουμε
στην Αθήνα. Αμ δε όμως! Αδύνατον.
Και μείναμε στο Μον
Παρνές.
Και πήρα τηλέφωνο τον
τηλεφωνητή μου.
Και άκουσα την Ε. και
την Α. που αμφότερες ήξεραν τον κωδικό του τηλεφωνητή και αλληλοβριζόντουσαν.
Η γιατρίνα ήταν η
κοτούλα (το αουτσάιντερ)
Κι όμως. Κοιτάζοντας την
Αθήνα από κει πάνω, ένοιωσα τόσο όμορφα που είμαι μακριά από τη γκρίνια τους.
Πόσο άρρωστος ήμουν
(είμαι).
Και είχα και την εν
διαστάσει μακαρίτισσα πρώην να μην μπορεί να χωνέψει ότι είχα ρουχαλάκια,
εσώρουχα, πουκαμισάκια σε τρία σπίτια…
Τόσο άρρωστος.
Όχι ότι έγινα καλά τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου