Πριν πολλά χρόνια γυρνάγαμε μικρές ώρες από την Ανάβυσσο και στη λίμνη Βουλιαγμένης μας έκανε νόημα ένα γεροντάκι. Είχε μείνει από βενζίνη. Πήγαμε και του φέραμε από τη Βάρη, αλλά όταν την μετάγγιζα στο ρεζερβουάρ του είδα ότι ήταν τύφλα στο μεθύσι. Επέμενε να οδηγήσει και του αποσύνδεσα ένα δυό μπουζί. Μου έδωσε το όνομα του και το τηλέφωνο του γιού του για να δούμε τι θα γίνει.
Και ήταν το όνομά
του, ίδιο με ενός των ‘κατηγορουμένων’ κάποιας δίκης που διάβαζα κείνη την
εποχή. Της περιβόητης δίκης των Αεροπόρων πριν καμιά 40ριά χρόνια τότε. Και
έτσι ήταν.
Τον πήγαμε σπίτι.
Θέλετε το κρασί, η ηλικία, η εμπιστοσύνη που του ενέπνευσε το αγγελικό μου πρόσωπο, ξέσπασε. Και τι δεν μας είπε. Μέση Ανατολή, Σχολή Ικάρων, Κορέα, όνειρα και ξαφνικά κάποιο καθίκι. Εκλαιγε.
Τον πήγαμε σπίτι.
Θέλετε το κρασί, η ηλικία, η εμπιστοσύνη που του ενέπνευσε το αγγελικό μου πρόσωπο, ξέσπασε. Και τι δεν μας είπε. Μέση Ανατολή, Σχολή Ικάρων, Κορέα, όνειρα και ξαφνικά κάποιο καθίκι. Εκλαιγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου